Έφτασα στο καφέ εκείνο το απόγευμα του Νοεμβρίου
έκατσα στο τραπέζι και κοιτώντας τον ξεχασμένο καφέ και τ' αποτσίγαρα
συνειδητοποίησα πως είχες μόλις φύγει.
Έφτασα στο καφέ εκείνο το απόγευμα του Νοεμβρίου
έκατσα στο τραπέζι και κοιτώντας τον ξεχασμένο καφέ και τ' αποτσίγαρα
συνειδητοποίησα πως είχες μόλις φύγει.
Το μπαρ "Αιγαίο" της Δράμας ήταν (ή είναι ακόμα δεν ξέρω) ένα ροκάδικο των '90s
είχε και τραπέζια για μπιλιάρδο και μια αρκετά μεγάλη μπάρα
εκεί περνούσαμε τα βράδια μας πίνοντας και καπνίζοντας.
Ένα βράδυ φύγαμε από 'κει και πήγαμε σ' ένα club μέσα στην πόλη κι αυτό
εκεί για πρώτη και τελευταία φορά χορέψαμε δημόσια.
Στο μπαρ "Καταφύγιο" της Ξάνθης
αφού χωρίσαμε πήγαινα μ' ένα φιλαράκι και πίναμε μέχρι τελικής πτώσης
σε μια έκλαμψη είχαμε παρατηρήσει ότι δημιουργούνταν ένας άδειος κύκλος με κέντρο εμάς σε σχέση με τους υπόλοιπους θαμώνες όσο κόσμο και να 'χε το μπαράκι
μάλλον είχαμε γίνει ανεπιθύμητοι στο ίδιο μας το στέκι.
Ούτε θυμάμαι πόσα χιλιόμετρα έκανα για σένα
ήμασταν από τέσσερεις διαφορετικές πόλεις
όμως θυμάμαι το βράδυ που χωρίσαμε
φίλησα μια κοπέλα στο μπαρ "Καταφύγιο"
ήταν γνωστή εκεί κι ίσως ερωτευμένη μαζί μου
αλλά εγώ δε της ξαναμίλησα
μόνο θυμάμαι να κλείνει τα μάτια και να με ρωτά τί χρώμα έχουν
και μια φίλη της να προσπαθεί να την πάρει να φύγουν
ίσως να ήταν εκείνη που μου πέταξε ένα απόγευμα νερό απ' το μπαλκόνι
έγινα μούσκεμα αλλά δε με πείραξε
όπως δεν πείραξε κι εκείνη που δεν πέτυχα το χρώμα των ματιών της...
Έναστρος ουρανός
ψοφόκρυο στην Ξάνθη
κι ένα σχισμένο πενταεύρο στο δρόμο σ' ακολουθεί σα σκουπίδι
έχεις πιει πολύ φίλος
πέφτεις σ' ένα βενζινάδικο και το παλτό σου λερώνεται
τα όνειρά σου σάλια που δε σταματάς να φτύνεις
πνίγεσαι απ' τα ίδια σου τα σάλια λίγο μακριά απ' το σπίτι
είσαι 25 κι η ζωή σου έχει τελειώσει λες
και τότε μπροστά σου μια γυναικεία φιγούρα εμφανίζεται απ' το πουθενά
σε κοιτάει για λίγο
είναι πανέμορφη
περπατάει λίγα μέτρα μπροστά σου
μέχρι που στρίβει σ' ένα δρόμο κάθετο σκοτεινό
εσύ συνεχίζεις ευθεία
εκείνη τότε γυρίζει σαστισμένη
συνεχίζεις ευθεία.
'Όταν σε γνώρισα κάπνιζα marlboro μαλακό
ήταν το πρώτο μου φιλί Jane
η γλώσσα πήγε πίσω να μην ακουμπήσει τη δικιά σου
το cd έπαιζε το "girl. you 'll be a woman soon"
και είχες ανάψει δεκάδες κεράκια στο δωμάτιο
ένα αρωματικό στικ έκαιγε αργά
κι ο χειμώνας αρχές '98 πάλευε να μπει απ' το κλειστό παράθυρο.
Μου τόνιζες πολλές φορές τρομαγμένη πως θα πεθάνεις με αργό και βασανιστικό τρόπο
καπνίζοντας μια μάρκα που δε θυμάμαι πια.
Αν ήσουν εδώ ίσως σε πείραζα ξανά λέγοντας πως είσαι απ' την Αγγλία
θα θύμωνες ξανά ουρλιάζοντας "είμαι απ' την Ουαλία!".
Άραγε πίνεις ακόμα χειμώνα καλοκαίρι νες ζεστό εκεί που βρίσκεσαι
σε φαντάζομαι να ψάχνεις στα ράφια των σούπερ μάρκετ νες καφέ
να γυρνάς στο σπίτι και να βάζεις άλλη μια φορά
το soundtrack του Pulp fiction.
Χαμένα όνειρα
ένα requiem από χαμένα όνειρα
ήξερα κάποιον που διάβαζε διαγώνια
σε πέντε λεπτά διάβασε τη "μεταμόρφωση" του Κάφκα
ήξερες κάποιον που διάβαζε διαγώνια
και τώρα και οι τρεις χωρίς να ξέρει ο ένας για τον άλλο
διαλύουμε το κρεβάτι
βάζουμε στο πάτωμα το στρώμα
και κουλουριαζόμαστε σε εμβρυακή στάση.
Lux Aeterna
Κι επιτέλους τα διάβασες όλα αυτά που γράφω για σένα
τώρα με κοιτάς αμήχανη
γυρίζεις την πλάτη μα όχι τα μάτια
αρκεί να παραμερίσω τα μαλλιά σου και τα μάτια είναι καρφωμένα πάνω μου
όχι δε θέλω να δω αυτό το βλέμμα πια
κι όταν όλα θα 'χουν οριστικά χαθεί κι η κλεψύδρα αδειάσει
ίσως χορέψουμε μαζί το Stolen Car του Bruce Springsteen
ίσως σ' ένα συννεφιασμένο ηλιοβασίλεμα που δε θ' αξίζει και πολλά πολλά.
Α η κιθάρα του Jesse Welles μου έσωσε το βράδυ
το πόδι χτυπά ρυθμικά στο πάτωμα
κι εκείνη ίσως να χορεύει στο μικρό καθιστικό της
σαν τον ήλιο γυρίζει γυρίζει κι όλα γίνονται θολά ξανά
λίγο Jack Daniels λίγο abilify λίγο solian
"η ζωή είναι ωραία honey"
βάλε το χέρι σου στην κοιλιά μου
ανάμεσά μας δεν είναι χιλιόμετρα πια
είναι ένα όνειρo και μέσα του αναβοσβήνει ένα κόκκινο error.
Πίνοντας καφέ τ' απογεύματα
γελώντας με τις θεωρίες συνομωσίας που κυκλοφορούν
μα το μυαλό μια ανάποδη πυραμίδα κρέμεται από μια κλωστή
κι εκείνη σε περιμένει σπίτι πίσω απ' την πόρτα ίσως μ' ένα τσεκούρι στα χέρια ή μ' ένα χαμόγελο
διαλέγεις κι ανοίγεις την πόρτα
μια σκουλικόπορτα βαθιά μέσα στο σύμπαν του μυαλού.
Χαμογελάς αμήχανα στο φίλο πίνοντας καφέ τ' απογεύματα.
Κάθε μέρα ξυπνάω σε μια διαφορετική πόλη
κι όμως οι θαμώνες στα στέκια που πηγαίνω είναι ίδιοι
βρωμάνε το ίδιο ουίσκι
ξερνάνε τα ίδια τους τα λόγια
και μια νύχτα σ' ένα μπαρ είδα το παζλ που έφτιαχνες κορνίζα κρεμασμένη
ρώτησα τον ιδιοκτήτη
με κέρασε τα ποτά και μου 'πε "πήγαινε τώρα σε παρακαλώ".
Κάθε μέρα κι εγώ πάω στο ίδιο μπαρ
κοιτάω το παζλ κοιτάω τους ίδιους θαμώνες
βρωμάμε το ίδιο ουίσκι.
Σκούντα με όταν κοιμηθώ
θα ξυπνήσω και θα 'μαι ένας άλλος
και σ' ένα παράλληλο σύμπαν θα δω στ' όνειρο εσένα.
Αναβολή δραστηριοτήτων
κλεισμένος μέσα στο σπίτι για μέρες
κι ανατολικά ένας ήλιος
ρίχνει τις αχτίδες του ν' αναπολείς εκείνο το φεγγάρι
τρία τέταρτα πανσέληνος ένα τέταρτο νεκροταφείο ελεφάντων.
Τα λάθη είναι για τους ανθρώπους
το πρωί φοβάσαι πια να σηκωθείς
αυτό που κρύβονταν τις νύχτες κάτω απ' το κρεβάτι της
δεν ήταν παρά ένα σύννεφο
κάθε πρωί το έστυβες το έπινες το έβηχες
κι η καταιγίδα έπαιρνε αναβολή για την επόμενη μέρα.
Τώρα πια είναι μια μόνιμη επόμενη μέρα
κι εσύ πνίγεσαι πάνω απ' το νεροχύτη
βήχοντας αστραπές απ΄το λευκό των ματιών της.
Ανόητε παίζεις στοίχημα για να χάσεις
κι αν πόνταρες σε λάθος ανθρώπους εκεί έξω
δεν πειράζει
μια ευθεία τραβάς και διαλύεις τον χάρτη
γιατί δεν έρχεται τώρα ουρλιάζεις
μα εκείνη φοβάται τις ευθείες που παραβαίνουν το άστρο
ω είναι το λογικό να σκέφτεσαι μ' ευθείες πια
τρέλα είναι.
Δεν έπρεπε να κοιτάξω πίσω φεύγοντας
αλλά άκουσα ένα ανατριχιαστικό κρακ
γύρισα να πάρω την καρδιά στα χέρια μου
άναψα ένα τσιγάρο και αποχώρησα.
Κατάρρευση ρίσκου.
Δεν έχω κάτι να ποντάρω πια
χάθηκαν όλα λες
κι η ύπαρξή σου αποκτά την αξία που της πρέπει.
Δεν έχω καιρό γι' αυτήν την Κυριακή
μή με πιέζεται να πω τί κα πώς
θα πω μονάχα
είναι παράξενη μέρα η Κυριακή
και θέλει τις ζωές μας.
Δυτικά της πόλης είναι η συνοικία μου
βλέπω την πόλη να λάμπει τα βράδια
ένα "για πάντα" κυκλοφορεί στα περίχωρα
σαν έναν τρελό που γνωρίζει "τα πάντα" αλλά δεν μιλάει πολύ
μόνο μια λέξη λέει μ' ένα κρυμμένο γράμμα
και γι' αυτό το κρυμμένο γράμμα ο ήλιος θα σηκωθεί το πρωί
ο τρελός θα επιστρέψει σπίτι
και το "για πάντα" θα χαθεί στον ίσκιο της.
Κάπου μακριά από δω πρέπει να λάμπουν τα μάτια σου και σήμερα
κάπου στο μέσα από δω πρέπει να λάμπουν τα μάτια σου και σήμερα
είσαι η έκρηξη
κι εγώ κάπου ανάμεσα στα δυο σημεία ανυποψίαστος πορεύομαι σε λάθος χρονολογίες.
Αναμονή.
Η ανάσα δυσκολεύει ωστόσο μέρα με τη μέρα
πίνοντας ατέλειωτους καφέδες
καπνίζοντας
λες είναι γλυκιά η ζωή μπλοκάροντας την πραγματικότητα
λες θέλω να πεθάνω σκίζοντας το τελευταίο χαμένο στοίχημα.
Ποιός να το πίστευε 20χρονε εαυτέ μου ότι θα φτάναμε ως εδώ
ζητώντας τόσα λίγα πια
χάνοντας τα πάντα.
Μέρες που περνάνε τζογάροντας και χάνοντας
κι εσύ μια ανάμνηση με τεράστια γκανιότα που φοβάται ο καθένας να ποντάρει
ω πως έχασα τα πάντα φωνάζει η ψυχή μου.
Ξύπνησα με βήχα το πρωί
ένας αριθμός ξεχύθηκε απ' το στόμα μου
ένας ατέρμονος μή επαναλαμβανόμενος αριθμός
που για να κοπεί έφτυσα αίμα
και στα όνειρα που είδα χθες θυμήθηκα εσένα,