Σελίδες

Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008

Νο 000031

Αποκλειστικά όταν ο ύπνος έρχεται με το φως ανοιχτό,
τα δάχτυλά μου δραπετεύουν μέσα στη νύχτα,
χώνονται σε βαζάκια με πολύχρωμες καραμελίτσες,
μαντεύουν τα χρώματα,αισθάνονται.
Ο λόγος γίνεται ο μοναδικός κώδικας επικοινωνίας.
«Έτσι ξεμπέρδεψα για λίγο με τα όνειρα».

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

Νο 000030

Image Hosted by ImageShack.us

Η άνοιξη, όταν δεν τρέχει μ' ένα ματωμένο μαχαίρι τη νύχτα
παίρνει το χέρι σου και το γεμίζει παγωμένη άμμο.
«Αυτός είναι ο χρόνος» λέει στάζοντας χρώμα σελήνης
είν' η κατάρα του που επιταχύνει το αίμα μου και με τρελαίνει.

Πιο ψηλά, στην ασπόνδυλη πολιτεία
μηχανές τυλίγουν στο μυαλό χιλιόμετρα που έχω σβήσει
χωράφια διψασμένων ματιών ενώνονται και σπάνε.
Πλεγμένα παραμύθια στήνουν το θεατράκι τους στη γιορτή του Κρόνου
την ώρα που ασύμμετρα κορμιά κάνουν έρωτα στο κρεβάτι μου
καπνίζουν τα τσιγάρα που σου ‘χω φυλάξει
και σβήνουν το πρόσωπό μου απ’ τις φωτογραφίες.

... «Να εκδικηθώ πρέπει...Να εκδικηθώ»...

«Άνοιξε τα μάτια μου»
Μια φάλαινα σπρώχνει το κόκκινο υγρό τους.
«Πού είναι το σώμα;»
…Αισθάνομαι τόσο ελεύθερος μέσα εκεί…
Εικόνες μου θυμίζουνε τη διάταξη των άστρων
κι όταν τα μάτια μου στραγγίζουν τους μαύρους κύκλους
το χέρι μου θυμάται τους ρευματισμούς
και το πόδι φυτεμένο στον κήπο του σπιτιού
πασχίζει από συνήθεια να κλοτσήσει μια κολοκύθα.

«Πού είναι το σώμα;»

«Μέσα μου ο ίσκιος της σελήνης»
τους μάρτυρες γνέφει μελλοντικών μου εγκλημάτων
φοράνε τα ρούχα του χειμώνα, μυρίζουν ναφθαλίνη
στέκονται στ’ ανοιχτό παράθυρο και περιμένουν

…μακριά...
μακριά που πέρασαν οι Ήλιοι απ’ τα μάτια
γεμίζοντας το αίμα μας θρόμβους λησμονιάς.

«Φίλα με» είπε
«συγχώρεση ενώ σκοτώνω».
«Λησμόνησέ με» είπε
«στη λέξη που ανασταίνομαι»
κι οι συμμορίες ξεχύθηκαν στις παγωμένες πόλεις
μνημονεύοντας κήπους όπου τα άνθη πεθαίνουν την άνοιξη
λυτρώνοντας προτομές αθώων πραγμάτων
διαιωνίζοντας το κακό...

Με τη φωνή χάνονται μνήμη και σύννεφα
«μίλησέ μου για τη σκιά κάτω απ’ το βράχο»
βλέπω το ίδιο όνειρο κάθε βράδυ
χωρίς ποτέ να μπορώ να μιλήσω γι’ αυτό.
ίσως να θυμάμαι ακόμα τη σφαίρα να μεγαλώνει στα γόνατα
και το παλιό κτήριο με τη μεγάλη αυλή.

Ένα κορίτσι ή μια ανάσα φυλακισμένη θεότητα έτρεχε με πόνους στο στήθος.

«Ας ξεχάσουμε τα πάντα που μας ξέχασαν» είπες
κι είναι μια φράση που άκουσες ή νόμισες πως άκουσες
και πρέπει να την κρατήσεις μακριά απ’ τους άλλους.

«Δε θα βρεις ευχή για να μ’ εκδικηθείς»
στο γερασμένο μου φόβο διατηρώ την εξουσία
να υποτάσσομαι να υπομένω.
Κι είναι φορές
όταν αρχίζει η βροχή
τα μάτια μου γίνονται λευκά και κάνω πως πεθαίνω.

... «όμως δε ξέρω ούτ’ ένα χαρούμενο τραγούδι να σου πω.
Πόσα χρόνια έχω ν’ ακούσω ένα χαρούμενο τραγούδι»...

ΗΧΟΙ ΠΙΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΟΙΧΗ

(χτύπημα της πόρτας)

Τι υπέροχη χώρα για να ζεις!

Στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
τα άκρα μου είναι πνιγμένα στο αίμα.

Τι υπέροχη χώρα για να ζεις!

Η σφαίρα κρύφτηκε στον υστερικό εγκέφαλο σώμα-κράτους.

Τι υπέροχη χώρα για να ζεις!

Τι υπέροχη χώρα για να ζεις!

Στο θόλο του κρανίου η φωνή επέμενε
ικετεύοντας απ’ την άδεια μου δεξαμενή.
«Τίποτα μετά.»

«Στο σπίτι που μένω, οι αιώνες είναι το τζάμι του παραθύρου»
τους αρέσει να τους κολλάω χάρτινα καραβάκια
και παιδικές ζωγραφιές.

«Θυμήσου» είπε ο Ήλιος και κρύφτηκε πίσω απ’ το σύννεφο.
«Είμαι o ιδανικός κρόταφος της μνήμης».
Πες μου πες μου τι να αισθανθώ
το σύννεφο τι να σώσει.
Πες μου πες μου τι να λησμονώ
η όραση τι να συναντήσει.

… «τεράστιες τσιμεντένιες φτερούγες που έχουν τα φαντάσματα»…

Παρατηρώ.

Κοίτα τα χέρια μου με δάχτυλα κόμπους
να προσπαθώ να ρίξω το κέρμα, να μπω κι εγώ στην διαδρομή.
Μες στο σκοτάδι σε οβάλ εικόνες εμφανίζονται οι φίλοι, εγώ, εσύ.
Τί θέλουν;
Κάτι έχω κλέψει έτσι δεν είναι;
Χειμωνιάτικα απογεύματα με την αφή να πληγώνει
και τις φλέβες να πνίγουν λόγια εθισμένα στ’ οξυγόνο
κι ένας ανεξήγητος φόβος
ότι κάπου αλλού το μυστικό που έκρυβα αποκαλύφθηκε
έτσι δέχτηκα να γίνω μάρτυρας σκοτεινών υποθέσεων
αλλά ο ύπνος έπαψε να έρχεται
κι άρχισα ν’ αναρωτιέμαι για το αδιευκρίνιστο της συμμετοχής μου.

«Μόνο το μίσος θα μπορούσα να καταλάβω.
Μη σταματήσεις και ‘συ να μου μιλάς»

Ο ουρανός έκανε ένα μικρό βήμα πιο πέρα
η πόλη μούγκρισε από ευχαρίστηση μεγαλώνοντας
καθώς τα μπαλκόνια λύγιζαν και μάκραιναν.

(βήματα πίσω από την κλειστή πόρτα)

Φαντάζομαι μικρή φλόγα το μυαλό
να καίει να καίει
ή ένα μεγάλο μπέρδεμα με τις αναμνήσεις να φτάνει ως τα μάτια.

Ωστόσο πάνω ακριβώς απ το κεφάλι σου

(εσύ κοιμάσαι)

κάποιος στέκεται να σου ψιθυρίσει το ίδιο παραμύθι
το πιο σύντομο.
«Καλύτερα;»

Το ψυγείο χάλασε
το σύννεφο έλιωσε κι απ’ την κατάψυξη απλώθηκε ομίχλη σε όλα τα δωμάτια
τεράστιες αποστάσεις ξαποσταίνουν ανάμεσα στα δάχτυλά μου
βγαίνω στο δρόμο με τον ίλιγγο της βίας
μια ζωή στην επαρχία
μόνο την όραση κροταλίζουμε, πένθιμων, λευκών τοπίων.
Κάτω απ’ το Μεγάλο Ρολόι
εμείς παίζουμε ακόμα ματώνοντας τα γόνατα
δεν έχουμε μπερδέψει περισσότερο τα πράγματα

κι όλο αντέχουμε βροχή από κομμάτια παλιών κτιρίων

Κάτω απ΄ το Μεγάλο Ρολόι - Κάτω απ’ το Μεγάλο Ρολόι.

Νο 000029

Μ’ ένα ξένο χέρι για λαιμό
αντέχει η πληγή κοινωνικές συναναστροφές,
σώπασε χρόνια σώπασε πόθους
όσοι σε πίστεψαν θα επιστρέψουν.

Μεταναστεύουν στη σάρκα
εξαπατούν το βλέμμα
μόνο το αίμα αναγνωρίζουν

δεν συμβιβάζονται.

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008

Νο 000028

Μεγάλη θα ‘ναι βέβαια η νύχτα
πόλης στοιχειά και δανεικοί εχθροί
μαυροφόρους θ’ αναλώνουν σαλτιμπάγκους
στο μαύρο παλτό θα επιστρέφεις εσύ
θα συνωστίζεσαι, θα αιμορραγείς, θα γοητεύεις
ένας σκορπιός θα φλέγεται στον ώμο κυκλωμένος
όνειρο θα σβήνει αλλόκοτο η προσευχή
έρωτας ο καρναβαλιστής
και συμμορία θα μοιάζει η περηφάνια.

Νο 000027

Θα επιστρέψουμε κάποτε σπίτι με το φόβο του άγνωστου
θα αλλάξουμε κλειδαριά κι αριθμό τηλεφώνου
και θα πιστέψουμε πως όλα είναι εντάξει πια...