Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008
Νο 000031
τα δάχτυλά μου δραπετεύουν μέσα στη νύχτα,
χώνονται σε βαζάκια με πολύχρωμες καραμελίτσες,
μαντεύουν τα χρώματα,αισθάνονται.
Ο λόγος γίνεται ο μοναδικός κώδικας επικοινωνίας.
«Έτσι ξεμπέρδεψα για λίγο με τα όνειρα».
Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008
Νο 000030
Η άνοιξη, όταν δεν τρέχει μ' ένα ματωμένο μαχαίρι τη νύχτα
παίρνει το χέρι σου και το γεμίζει παγωμένη άμμο.
«Αυτός είναι ο χρόνος» λέει στάζοντας χρώμα σελήνης
είν' η κατάρα του που επιταχύνει το αίμα μου και με τρελαίνει.
Πιο ψηλά, στην ασπόνδυλη πολιτεία
μηχανές τυλίγουν στο μυαλό χιλιόμετρα που έχω σβήσει
χωράφια διψασμένων ματιών ενώνονται και σπάνε.
Πλεγμένα παραμύθια στήνουν το θεατράκι τους στη γιορτή του Κρόνου
την ώρα που ασύμμετρα κορμιά κάνουν έρωτα στο κρεβάτι μου
καπνίζουν τα τσιγάρα που σου ‘χω φυλάξει
και σβήνουν το πρόσωπό μου απ’ τις φωτογραφίες.
... «Να εκδικηθώ πρέπει...Να εκδικηθώ»...
«Άνοιξε τα μάτια μου»
Μια φάλαινα σπρώχνει το κόκκινο υγρό τους.
«Πού είναι το σώμα;»
…Αισθάνομαι τόσο ελεύθερος μέσα εκεί…
Εικόνες μου θυμίζουνε τη διάταξη των άστρων
κι όταν τα μάτια μου στραγγίζουν τους μαύρους κύκλους
το χέρι μου θυμάται τους ρευματισμούς
και το πόδι φυτεμένο στον κήπο του σπιτιού
πασχίζει από συνήθεια να κλοτσήσει μια κολοκύθα.
«Πού είναι το σώμα;»
«Μέσα μου ο ίσκιος της σελήνης»
τους μάρτυρες γνέφει μελλοντικών μου εγκλημάτων
φοράνε τα ρούχα του χειμώνα, μυρίζουν ναφθαλίνη
στέκονται στ’ ανοιχτό παράθυρο και περιμένουν
…μακριά...
μακριά που πέρασαν οι Ήλιοι απ’ τα μάτια
γεμίζοντας το αίμα μας θρόμβους λησμονιάς.
«Φίλα με» είπε
«συγχώρεση ενώ σκοτώνω».
«Λησμόνησέ με» είπε
«στη λέξη που ανασταίνομαι»
κι οι συμμορίες ξεχύθηκαν στις παγωμένες πόλεις
μνημονεύοντας κήπους όπου τα άνθη πεθαίνουν την άνοιξη
λυτρώνοντας προτομές αθώων πραγμάτων
διαιωνίζοντας το κακό...
Με τη φωνή χάνονται μνήμη και σύννεφα
«μίλησέ μου για τη σκιά κάτω απ’ το βράχο»
βλέπω το ίδιο όνειρο κάθε βράδυ
χωρίς ποτέ να μπορώ να μιλήσω γι’ αυτό.
ίσως να θυμάμαι ακόμα τη σφαίρα να μεγαλώνει στα γόνατα
και το παλιό κτήριο με τη μεγάλη αυλή.
Ένα κορίτσι ή μια ανάσα φυλακισμένη θεότητα έτρεχε με πόνους στο στήθος.
«Ας ξεχάσουμε τα πάντα που μας ξέχασαν» είπες
κι είναι μια φράση που άκουσες ή νόμισες πως άκουσες
και πρέπει να την κρατήσεις μακριά απ’ τους άλλους.
«Δε θα βρεις ευχή για να μ’ εκδικηθείς»
στο γερασμένο μου φόβο διατηρώ την εξουσία
να υποτάσσομαι να υπομένω.
Κι είναι φορές
όταν αρχίζει η βροχή
τα μάτια μου γίνονται λευκά και κάνω πως πεθαίνω.
... «όμως δε ξέρω ούτ’ ένα χαρούμενο τραγούδι να σου πω.
Πόσα χρόνια έχω ν’ ακούσω ένα χαρούμενο τραγούδι»...
ΗΧΟΙ ΠΙΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΟΙΧΗ
(χτύπημα της πόρτας)
Τι υπέροχη χώρα για να ζεις!
Στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
τα άκρα μου είναι πνιγμένα στο αίμα.
Τι υπέροχη χώρα για να ζεις!
Η σφαίρα κρύφτηκε στον υστερικό εγκέφαλο σώμα-κράτους.
Τι υπέροχη χώρα για να ζεις!
Τι υπέροχη χώρα για να ζεις!
Στο θόλο του κρανίου η φωνή επέμενε
ικετεύοντας απ’ την άδεια μου δεξαμενή.
«Τίποτα μετά.»
«Στο σπίτι που μένω, οι αιώνες είναι το τζάμι του παραθύρου»
τους αρέσει να τους κολλάω χάρτινα καραβάκια
και παιδικές ζωγραφιές.
«Θυμήσου» είπε ο Ήλιος και κρύφτηκε πίσω απ’ το σύννεφο.
«Είμαι o ιδανικός κρόταφος της μνήμης».
Πες μου πες μου τι να αισθανθώ
το σύννεφο τι να σώσει.
Πες μου πες μου τι να λησμονώ
η όραση τι να συναντήσει.
… «τεράστιες τσιμεντένιες φτερούγες που έχουν τα φαντάσματα»…
Παρατηρώ.
Κοίτα τα χέρια μου με δάχτυλα κόμπους
να προσπαθώ να ρίξω το κέρμα, να μπω κι εγώ στην διαδρομή.
Μες στο σκοτάδι σε οβάλ εικόνες εμφανίζονται οι φίλοι, εγώ, εσύ.
Τί θέλουν;
Κάτι έχω κλέψει έτσι δεν είναι;
Χειμωνιάτικα απογεύματα με την αφή να πληγώνει
και τις φλέβες να πνίγουν λόγια εθισμένα στ’ οξυγόνο
κι ένας ανεξήγητος φόβος
ότι κάπου αλλού το μυστικό που έκρυβα αποκαλύφθηκε
έτσι δέχτηκα να γίνω μάρτυρας σκοτεινών υποθέσεων
αλλά ο ύπνος έπαψε να έρχεται
κι άρχισα ν’ αναρωτιέμαι για το αδιευκρίνιστο της συμμετοχής μου.
«Μόνο το μίσος θα μπορούσα να καταλάβω.
Μη σταματήσεις και ‘συ να μου μιλάς»
Ο ουρανός έκανε ένα μικρό βήμα πιο πέρα
η πόλη μούγκρισε από ευχαρίστηση μεγαλώνοντας
καθώς τα μπαλκόνια λύγιζαν και μάκραιναν.
(βήματα πίσω από την κλειστή πόρτα)
Φαντάζομαι μικρή φλόγα το μυαλό
να καίει να καίει
ή ένα μεγάλο μπέρδεμα με τις αναμνήσεις να φτάνει ως τα μάτια.
Ωστόσο πάνω ακριβώς απ το κεφάλι σου
(εσύ κοιμάσαι)
κάποιος στέκεται να σου ψιθυρίσει το ίδιο παραμύθι
το πιο σύντομο.
«Καλύτερα;»
Το ψυγείο χάλασε
το σύννεφο έλιωσε κι απ’ την κατάψυξη απλώθηκε ομίχλη σε όλα τα δωμάτια
τεράστιες αποστάσεις ξαποσταίνουν ανάμεσα στα δάχτυλά μου
βγαίνω στο δρόμο με τον ίλιγγο της βίας
μια ζωή στην επαρχία
μόνο την όραση κροταλίζουμε, πένθιμων, λευκών τοπίων.
Κάτω απ’ το Μεγάλο Ρολόι
εμείς παίζουμε ακόμα ματώνοντας τα γόνατα
δεν έχουμε μπερδέψει περισσότερο τα πράγματα
κι όλο αντέχουμε βροχή από κομμάτια παλιών κτιρίων
Κάτω απ΄ το Μεγάλο Ρολόι - Κάτω απ’ το Μεγάλο Ρολόι.
Νο 000029
αντέχει η πληγή κοινωνικές συναναστροφές,
σώπασε χρόνια σώπασε πόθους
όσοι σε πίστεψαν θα επιστρέψουν.
Μεταναστεύουν στη σάρκα
εξαπατούν το βλέμμα
μόνο το αίμα αναγνωρίζουν
δεν συμβιβάζονται.
Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008
Νο 000028
πόλης στοιχειά και δανεικοί εχθροί
μαυροφόρους θ’ αναλώνουν σαλτιμπάγκους
στο μαύρο παλτό θα επιστρέφεις εσύ
θα συνωστίζεσαι, θα αιμορραγείς, θα γοητεύεις
ένας σκορπιός θα φλέγεται στον ώμο κυκλωμένος
όνειρο θα σβήνει αλλόκοτο η προσευχή
έρωτας ο καρναβαλιστής
και συμμορία θα μοιάζει η περηφάνια.
Νο 000027
θα αλλάξουμε κλειδαριά κι αριθμό τηλεφώνου
και θα πιστέψουμε πως όλα είναι εντάξει πια...
Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2008
Νο 000025
-φώτα παρακαλώ-
ανεβαίνει στη τετράγωνη σκηνή,
ξεπλένει, ξεπλένει απ’ τα πρόσωπα την αφή,
καίει τους πνεύμονες,
απλώνει τη στάχτη στα όνειρα,
δε τη νοιάζουν πια τα όνειρα.
Νο 000024
πίσω από τα σύννεφα...
Μπορούσα να χαϊδεύω τις πόλεις που βρέθηκαν στην αγκαλιά μου.
Παραμερισμένος στο κεντρικό κτήριο του πλήθους,
ν’ ανασαίνω ονόματα χωρίς σταματημό
να διαλύομαι στο νέο μου κορμί.
«Ένα ουρλιαχτό για τη σιωπή.
Ένας περίπατος για την κατάθλιψη»
Νο 000023
αλλάζω τα νύχια μου σε κάθε φόνο,
κλείνω το στόμα,
κρατώ για μένα τον εμετό του χρόνου.
Κρυμμένα πρόσωπα,
μπάσταρδα παιδιά της έκλειψης,
φανερώνουν φωνές μ’ έγχρωμες Polaroid,
κλικάροντας σκηνές ταινίας όπου ο θάνατος μας τρέχει καρέ-καρέ.
Μέσα μου η παρέλαση των Ήλιων διαλύεται,
οινόπνευμα, μανία και θλίψη,
σκορπάνε στα στενά και καταστρέφουν.
«Είμαι νεκρός;» Η καρδιά ζεστή
πάνω στην καμένη μου φωτογραφία, χτυπάει ακόμα;
«Όταν έρθει η ώρα να μιλήσω ξύπνησέ με», μή με ξεχάσεις.
Έχω δικό μου σπίτι στην επόμενη στροφή
έλα αν θέλεις να με δεις
τέτοια ώρα σίγουρα κοιμάμαι.
Βάλε το καθρεφτάκι σου κάτω απ’ τη μύτη μου.
«Ανασαίνω;»
Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2008
Νο 000022
κάτω απ τις πύλες του Γενάρη,
το χαμένο ηφαίστειο και η μπερδεμένη πυξίδα των αιώνων.
Ταξίδευε λοιπόν
ταξίδευε...
Νο 000021
ένα σώμα σε μια φάλαινα
μια φάλαινα που αλλάζει γαλαξίες
ούτε που νοιάζεται για τις ευχές
ανοιγοκλείνει το μάτι.
Εσύ περπατάς αλλάζοντας πόλεις
επιστρέφεις στο ίδιο δωμάτιο στον ίδιο ύπνο
και κάποια στιγμή η όραση αποχτά το σχήμα
κύκλο τετράγωνο ή πυραμίδα
κι ο χρόνος μπαίνει στην κλεψύδρα.
«Δικαίωμα να χάνω μέγεθος και ποσότητα».
Νο 000020
έκρυβε μπογιές κάτω απ το μαξιλάρι,
πίεζε τα χέρια της στο μέρος της κοιλιάς
κι όταν τα δάχτυλά της κρατούσαν ένα μωρό, ένα λουλούδι ή απλά ένα άστρο,
στο μακρύ λαιμό τους, η ιστορία του σύμπαντος με άφωνα σύμφωνα
κέρδιζε χρόνο.
Νο 000019
Ντυμένοι στα χρώματα των τοίχων, ανιχνεύουμε τα σπλάχνα μας στην παραπλάνηση της όρασης,κρατώντας ευλαβικά σημειώσεις για τον τόπο, το χρόνο και τη συχνότητα.
Τα όνειρα αποχτούν τη λογική της εξάτμισης,μολύνουν ελεγχόμενα.
Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008
Νο 000018
Λίγο πριν-λίγο μετά: η πόλη, τα φώτα
και μια βροχή από καμένες αεροφωτογραφίες.
Νο 000017
Ταξιδεύω...
Τι θέλω και δε θέλω δεν έχει σημασία.
Μόνο για το χρόνο νοιάζομαι που λίγο-λίγο
ξεθαρρεύει κι αφήνει τη ψυχή μου.
Οι πνεύμονες μου θα ‘ναι πια μαύροι, πρησμένοι καθρέφτες,
έτσι που καταπίνω τις σκιές με λάθος τρόπο.
Όμως μπορώ να περάσω την καρδιά μου στην ακινησία
κι έπειτα να κρατήσω παγωμένη, όποια στιγμή θέλεις.
Νο 000016
«Να α ι σ θ ά ν ε σ α ι».
Κερδίζει η μπάνκα.
- «Απλή τύχη».
- «Απλή τύχη».
Νο 000015
και πετάχτηκε στο δρόμο ιδρωμένος.
Κλότσησε δειλά το χαλίκι και κοίταξε γύρω του
«εσύ έρχεσαι φανταστική διαλύοντας πεζοδρόμια».
Με χέρια σφιχτά μέσα στις τσέπες ήταν σίγουρος για την πόλη που θα έβλεπε
ν’ απλώνεται στην άλλη πλευρά του μαύρου βουνού που η ουρά του χώριζε στα δυο
την πόλη που άφηνε πίσω του κι έφτανε ως τη θάλασσα.
Στάθηκε στην κορυφή και κοίταξε για τελευταία φορά το γυάλινο κτίριο.
Η καρδιά του χτυπούσε ακόμα
όταν τα χέρια του έφευγαν προς τη μεριά του φεγγαριού
ψηλαφίζοντας την πηχτή ευτυχία του διαστήματος.
Θυμήθηκε το φυλαχτό που έκαιγε τα χέρια της
και τ’ ανάλαφρο βάδισμα στις ράγες του τρένου.
Το πρόσωπό της πλησίαζε απειλητικά το μουντό ουρανό.
«Στο δέντρο που κόπηκε
ξανά πέρασες-ξανά πέρασες
δεν είχες πια και τόσο αλλάξει» του φώναξε σχεδόν
και πέρασε τον αγκώνα πάνω απ’ τον ώμο του.
Ο θόρυβος της βροχής ανοιγόκλεινε τον κύλινδρο των βηματισμών
μουδιάζοντας για λίγο περιττές μνήμες
κι απεγνωσμένες προσπάθειες ομιλίας...
............................................................................................................
«Έτσι κοιτάνε τους πεθαμένους;» τόλμησε να πει
κι η φλέβα του λαιμού χτύπησε δυνατά
καθώς ένιωσε τον ουρανό να κυλά μέσα του
ν’ απλώνεται σαν αβοήθητη κραυγή και να πεθαίνει.
Νο 000014
Εκείνος που παρατηρούσε τα πάντα, νοιάστηκε για εκείνο που συμπληρωνόταν στον καθαρό ουρανό
και κάρφωσε το βλέμμα του στον ήλιο, ώσπου οι μαύρες κηλίδες ενώθηκαν.
Ήθελε τόσο να του μιλήσει που το σώμα της μεταμορφώθηκε σε χωράφι,
έφερε στο νου της το χρώμα του σταχυού, η επιφάνεια ήταν ένα αίνιγμα,
θέρισε μια λέξη και την έφερε στα δόντια.
Η ουρά της σπαρτάρησε καθώς ο γαλανός ουρανός χαμήλωσε, διέσχισε όλη την πόλη και έφτασε την επόμενη.
Νο 000013
το χέρι της έκρυβε νευρικά το πρόσωπο.
Γυρίζοντας ένα βήμα κοίταξε το μισόκλειστο στόμα της μέρας,
μπορούσε να δει τα σύννεφα να στάζουν
και τις σκιές να ορμάνε στους δρόμους από τοίχο σε τοίχο.
«Σε θυμάμαι» της είπε «δεν έχεις πρόσωπο,
είσαι μια σκιά πάνω στον τοίχο».
Με μια κίνηση, τα χέρια του έπλασαν έναν λύκο κι ο λύκος όρμησε μέσα της.
Ανάσανε βαθιά και για μια στιγμή, αν έσκυβε να δει,
το στομάχι της ήταν μια κοιλάδα,
στο κέντρο της ένα σπίτι από διαμελισμένα σώματα
Μια λέξη κάπνιζε ακόμα στο τζάκι
Νο 000012
καλοκαιράκι και στην γειτονιά κάποιος πήδηξε απ τον τρίτο.
Στο τηλέφωνο ήθελα να πω «σε σκέφτομαι».
Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2008
Νο 000011
Απόγευμα με μικρά βήματα στην πόλη,
η σκιά γύρισε στο στήθος και φώναξε «θεός»
το φως χάθηκε σφυρίζοντας «red right hand»
ο δρόμος ήταν μια γυναίκα με μαύρο παλτό
στην τσέπη της κρατούσε την λέξη.
«Έχω έναν ήλιο ανάμεσα στα πόδια μου,
σε περίμενα για το καλύτερο και το χειρότερο» είπε και χωρίστηκε στα δυο.
Εκείνος που μπορούσε να δει το μέλλον κοιτάζοντας τον ουρανό και βρίσκονταν ένα βήμα απ το να ελέγχει το σύμπαν, έπεσε.
- Απλή τύχη.
- Απλή τύχη
Νο 000010
Κάθε φορά που στεκόταν στο παράθυρο, εκείνη ζωγράφιζε έναν καινούργιο ήλιο,
ώσπου τα μάτια της κάηκαν.
Για να εκδικηθεί, ζωγράφισε σπίτια με μεγάλες αυλές,
στα χέρια τους, κρατούσαν τα παιδιά, τον ήλιο για φεγγάρι.
Νο 000009
σου ‘χω αφήσει μικρά κομμάτια σιδήρου
κι ένα ποτήρι νερό από τη βρύση,
πιες και τ’ αστέρια θα γίνουν φωτεινές κουκίδες σε μια ευθεία που δεν καταλαβαίνουν,
για να μπορέσεις εσύ να διαβάσεις τη λέξη.
Νο 000008
η σκοτεινή φιγούρα που τον κοιτούσε στο τέλος του διαδρόμου χάθηκε,
πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, φρέσκος καφές και φιγούρες από σοκολάτα,
έκοψε το κεφάλι της πριγκίπισσας και το ‘φερε στο στόμα.
Κάτω απ το τραπέζι,
το μερμήγκι προστάτευε την ακέφαλη πριγκίπισσα,
όταν σκοτείνιασε την έσυρε στη φωλιά του.
Νο 000007
πόρτες και παράθυρα σφραγισμένα.
Κάθε μέρα χάνονται αντικείμενα άνευ άξιας,
ο κλέφτης αφήνει σημειώματα του στιλ:
«θα σου λείψει αυτή η φωτογραφία έτσι δεν είναι;»
Φώτα κλειστά η τηλεόραση ανοιχτή.
Η σκιά του λύκου τρέχει από τοίχο σε τοίχο.
Λευκή κρυσταλλική ζάχαρη φράζει τις αρτηρίες.
Νο 000005
Αφυδατωμένη,
κάτω απ τα βαριά σκεπάσματα του λόγου,
η αμφιβολία.
Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2008
Νο 000004
"Δεν υπάρχει νικητής μήτε νικημένος στο λόγο των αιώνων" είπε
πατώντας πάνω σε καθρέφτες
τραπουλόχαρτα
καπέλα αφημένα στο κρεβάτι.
"Κάνε μια ευχή."
"Εμένα η φλέβα μου δε χτύπησε την πρώτη μέρα.
Μόνο η αύρα που έφτανε με σκόνη πυκνή,
μου κάλυψε τους ήχους της καρδιάς, ανοίγοντας το χώμα
κι απ’ ένστικτο κοιμάμαι στους θανάτους..."
Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2008
Νο 000003
-------------------------------------------------------------------------------------------------
Ήρθε με την ανατολή, με το σάλπισμα πόλης-κράτους,
ήρθε με τ άρωμα βροχής να εξαγνίσει την μισογεννημένη μου σάρκα.
Στάθηκε για λίγο στα νερά του ποταμού που κυκλώνει το χώμα
και χάνεται βαθιά μέσα στη γη
και πέταξε πάνω απ το μαύρο βουνό που η ουρά του βυθίζονταν στην θάλασσα.
-------------------------------------------------------------------------------------------------
Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008
Νο 000002
Συλλαβίζοντάς μας
ένοχες μεταβλητές
πρόσωπα οικεία
δαγκώνουν τις λέξεις
σφραγίζουν τις εξόδους
παίρνουν την πράξη.
Ό,τι κι αν έχασες
αυτοσχεδιασμοί
ιερές αναπνοές
δούλες λέξεις
Στη θάλασσα
και πιο ανατολικά.
Να συνηθίζεις.
Δες το πρησμένο δέρμα μου
αυτό το σώμα
ακίνητο για χρόνια:
Τα άγνωστα πρόσωπα στο κέντρο της πόλης
Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008
Νο 000001
στον βιαστικό λόγο του νερού ως την Besancon,
δεν έχω ανάγκη,
με τσακισμένα άκρα,
δεν έχω δάχτυλα,
δεν έχω φόβο,
με μια στροφή διαφορά,
δεν έχω στόχο.
ΑΝ μόνο
ΑΝ
Όλα θα ‘ταν αλλιώς
ΑΝ
Σεισάχθεια.
First day in town
γράφεται η λέξη,
σπασμένου καθρέφτη,
νεκρού αστεριού κομμάτια,
μες στη σιωπή μνήμη ωραία κοιμωμένη πλάθουνε,
να γεννηθώ,
με λανθασμένους κώδικες
ξανά να θυμηθώ,
να ονομάσω.
Μην σκεφτείς
κι ούτε να πιστέψεις,
χτύπα,
χτύπα ώσπου ο μακρύς λαιμός που κρατά την μαγεμένη λέξη
σ π ά σ ε ι.
Eye Clusters
απ’ το κέντρο της γης εγκυμονεί
απ’ το κέντρο του γαλαξία εποπτεύει.
Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008
Οι καλοί κλέφτες
Εκείνοι είναι πάντα εκεί
μπροστά στην πόρτα κάθε πρωί
με μια στοίβα από καινούργια cd dvd βιβλία.
Τις νύχτες μόνο κρατάμε σφιχτά το κλειδί απ’ τα διαμερίσματά τους
υπογράφουμε όλα τους τα έργα ή όσα δεν έκλεψε ο Πικάσο
αλλάζουμε θέση στα έπιπλα
και περιμένουμε υπνοβάτες.
Soties για τις καρφιτσωμένες μέρες...
-------------------------------------------------------------------------------------------------
Σημείωση:
Ο Πικάσο έκλεβε εικόνες από παντού, και ιδέες για εικόνες, ακόμη και από το δρόμο, όταν έβγαζε για βόλτα το σκύλο του. Έλεγε ότι ήταν συλλέκτης εικόνων, εικόνων που θαύμαζε πρώτα και μετά τις ζωγράφιζε, και ύστερα… ξαναζωγράφιζε αυτό που είχε πριν ζωγραφίσει, πάλι και πάλι, ώσπου να πάψει να μοιάζει με το πρώτο μοντέλο, και να γίνει μια άλλη εικόνα, δική του.
Άλλοτε έκλεβε εικόνες Τέχνης, άλλοτε έκλεβε εικόνες Ζωής, που δεν είχε ζωγραφίσει κανείς άλλος. Τις έκανε πίνακες -δικούς του, όχι όμως με προσθήκες αλλά με επάλληλες καταστροφές στις μορφές που απεικόνιζαν και στις προοπτικές και στα φόντα τους… ώσπου να μη μπορεί να τις αναγνωρίσει κανείς, σαν πηγή έμπνευσης, ούτε καν σαν αρχική εικόνα. Ήταν κλέφτης εικόνων -το ομολογούσε. Ένας τέλειος πλαστογράφος, αλλά από την ανάποδη: δεν αντέγραφε πιστά, αλλά παραποιούσε ξανά και ξανά την αρχική αντιγραφή του.
Houdini's Wife
μέχρι που είδα ασπρόμαυρη φωτογραφία".
Γύρισε ανάποδα τον καθρέφτη και στάθηκε.
"Θέλω ένα σπίτι να βλέπει στη θάλασσα".
Το παράθυρο έκλεισε.
Άφησε το καπέλο πάνω στο κρεβάτι λέγοντας
7 φορές το 7 77 και οι κατάρες 777
βρήκες το Ρ που σε σκέφτεται;
Να πίνεις καφέ από ρεβίθι,
να κι η γραμμή που χωρίζεται,
μια ανάσα η επιστροφή.
Ο καθρέφτης έγινε παράθυρο της καινούργιας πόλης
και το παράθυρο έσπασε φτιάχνοντας αστερισμούς.
"Σε κάθε μου βήμα μια λέξη ανατινάζεται.
Κι αυτά τα έκπληκτα μάτια πάνω στα ίδια και τα ίδια".
Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008
Δωμάτιο 412
δίπλα στο σταθμό του τρένου
παντού υπήρχαν σκαλοπάτια
κι όταν ανέβαινε κανείς πριν μιλήσει
ηχώ κατέβαινε
η φωνή του Springsteen.
Crazy Janey and her mission man...
H πόρτα στο δωμάτιο έκλεισε τρίζοντας.
Στάθηκε στον καθρέφτη.
Δίχως να πει λέξη,
έκλεινε τις καλύτερες συμφωνίες με τη σάρκα.
Χαμήλωσε το φως
αφήνοντας τις σκιές να κερδίσουν λίγη ακόμα επιφάνεια,
στο κέντρο του δωματίου ένας πεταμένος οδηγός διακοπών,
δεν έδωσε σημασία στη χώρα,
διάλεξε μια λέξη
κι η σκέψη του χάθηκε μέσα της.
«Ό,τι χάθηκε επιστρέφει στα μάτια,
έχω αίμα περιττό και την δύναμη να τρέχω μάταια
τόσο γρήγορα ώσπου δεν έχω που αλλού.»
Κάτω απ το στρώμα,
το κέρμα με τις ίδιες πλευρές
και τ’ απόκρυφα λόγια της Rosetta
«Η επιλογή παραμένει.
Δεν έχω να πω.
Είμαι ακέραια η μνήμη
η λευκή σελίδα που μπορείς να γράψεις οτιδήποτε.
Δεν θυμάμαι όνομα όπως πέρασμα
θυμάμαι ήχους όπως πτώση.»
Στάθηκε στον καθρέφτη και το πρόσωπό του άλλαξε.
Στη θέση του καινούργιου θα γεννιόταν σαν συμπέρασμα
η τελευταία απόδραση του Χουντίνι.
«Ώσπου η ομορφιά έσκασε πάνω μου
παντού νερά κρυστάλλινα νέων ποταμών και σύννεφα από στάχτη»...
………………………………………........................
Ιsterica Salpetriere
Φυγή.
Η ανάμνηση να ναι
Υπέροχη
Υπεροχή.
Έχω ταξιδέψει όλες τις χώρες
ανεβαίνοντας απ το υπόγειο στον εξώστη.
«Ποιόν Δον Κιχώτη μιμήθηκε ο Δον Κιχώτης;»
Βαθιές χαρακιές
λες «σύννεφα στον ουρανό».
Πρησμένες αρτηρίες
λες «δρόμοι της πόλης».
Συναντιούνται;
Βρήκα μια πέτρα πεταμένη στην όχθη
ο λαιμός μου έσπασε στην προσευχή
πήρα την πέτρα έχτισα μια πόλη
τα χέρια λύθηκαν και ξαναδέθηκαν
η πόλη σιγούρεψε την ύπαρξή της…
Αμβούργο-Πλίμουθ
στην αφετηρία
στο κλείδωμα του χρόνου
συλλέκτες λέξεων
συλλέκτες φυλακτών.
Η ανοιγμένη κόρη του ματιού στο σκοτάδι
καταπίνει τα πάντα.
Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008
CETUS I
σάπια δόντια μικροκακοποιών αλχημιστών
με την κοινή λογική
πόδι εμπρός στ αριθμημένα βήματα
και στο υπόλοιπο ιερείς.
Απ τα χαντάκια με τα ρώσικα ονόματα
ως τις κεντρικές λεωφόρους
το μισοφαγωμένο αποτύπωμα και το χορτοφάγο σκουλήκι.
Στο ζύγι το όμικρον του σύμπαντος που έβγαλε ουρές
ένα κέρμα η ευχή
η πιο φτηνή συνωμοσία.
DELIRO
μιλούσα αδιάκοπα
δεν είχα ιδέα πώς να σκέφτομαι
πώς να κινούμαι μέσα σ’ αυτό το σημείο που επαναλαμβάνεται
ώσπου το σκοτάδι που θρυμματίστηκε μπρος στα μάτια μου
ή το λαμπρό φως που εισχώρησε στα νεύρα και στους μυς
έφερε ξηρασία
ή πλησίασε τόσο πολύ
έγινε η προέκταση του μυαλού
έχοντας όλα τα συναισθήματα μαζί
και καμιά εικόνα.
Θα μπορούσα ν αλλάξω
κόβοντας τον ομφάλιο λώρο του εγκεφάλου
να συνεχίσω απ την έκρηξη
κοιτάζοντας κατάματα τον ήλιο να πω το θέλημά μου
κι όλα ν αλλάζουν.
να αποχτούν επιχειρήματα
να γίνονται γεγονότα
γιατί το σύμπαν κι εγώ συνωμοτούμε.
CETUS II
-------------------------------------------------------------------------------------
Κάλπικες λίρες για τη φωτιά φτηνό ασήμι για τον πάγο.
Στο κατάστρωμα όλα τα πλούτη στο μακρύ λαιμό της Ανδρομάχης,
σε κάθε λιμάνι η Ιφιγένεια, το άγριο χόρτο στο βωμό,
κρύβει την οχιά μέσα της,
σε κάθε ευχή ξεπηδούν αδιαίρετοι θεοί
οι αριθμοί του Πυθαγόρα.
Κάτω απ τον ουρανό,
η ανορθογραφία των αισθημάτων,
το σκληρό γιώτα του προσωρινού,
το λευκό μάρμαρο με Faber-Castell ιερογλυφικά:
fuck the past
«ό,τι απέμεινε απ’ το παρελθόν» ερμηνεύει ο μάντης
Να φεύγεις
να ξεχνάς.
Απ' τ' αγκίστρι που ξεπλένει μέσα σου η χολή
ως την ασύμμετρη ουρά του γαλαξία,
η όραση αρπάζεται απ’ τη σάρκα.
Τ' άστρα συγκεντρώνονται πάνω απ’ το μαντείο.
Απόψε, είναι η φωνή της ωρόρας
που θρυψαλιάζει το χώμα και δυναμώνει το σφυγμό.
Απόψε το μέλλον είναι Βορράς.
Ξαναδέσου στο κατάρτι.
Ούτε κουβέντα για τις γραμμές παλιών προσώπων
και τα πνιχτά γέλια όταν η πόρτα κλείνει.
-------------------------------------------------------------------------------------
Abell 2029
«Σε θυμάμαι ναι
μνήμη στραβή ραφή στα πανωφόρια της Πανγαίας
κι ένα φεγγάρι με ανέμους…»
Tο πλοίο απ την καλή πλευρά του ποταμού θ αναχωρούσε.
24 αναπνοές
για μια πορεία που διάλεξες λάθος πλευρά
κι η στάθμη του νερού ν ανεβαίνει.
Βρέξαμε τα πόδια μας στην απέναντι όχθη που ξεπλένονται οι λέξεις
ήπιαμε καφέ και τσίπουρο
τώρα όλα περιστρέφονται γύρω απ τη λέξη.
Μέσα στο χέρι σου ένας αλάθητος διαβήτης ή ένας απόμακρος κομήτης.
Άκμητος ρυθμός ενέλιξης
ώσπου ελπίζεις και ρωτάς.
«Εχθρός ή φίλος;»
Touch me Brown Dwarf.
Αδειάζω λέξεις μνημόσυνα.
Ξαναγεννιέμαι.
Πίσω η πόλη εύπλαστη μνήμη
κι η λευκή κιμωλία στα χέρια
απαιτεί να μάθω.
Μια ευθεία θα σε γύριζε ανυποψίαστη από βορρά σε βορρά
κι ακόμα πιο ανατολικά
απ το ποτάμι ως τη θάλασσα
«idiot» you say
«ξέχασες την μοναδική ατάκα που έπρεπε να πεις
στολίστηκες για ένα μικρό βήμα στο φεγγάρι».
SIRIUS ORION KOCHAB THUBAN
Ονειρευόμαστε διάφανους ωκεανούς.
Το ίσον μια πιθανότητα της Ιστορίας,
στο συνεπάγεται τα fractals του άνθρακα,
με όσες γνώσεις να αισθάνεσαι στα κύματα
τη διαστροφή του Δαρβίνου.
Κάνε μια στροφή,
πιο γρήγορα απ τη γη,
και θα ξέρω τι σκέφτεσαι.
Όταν χάραξε, ό,τι φάνηκε στα μάτια του ήταν ένα κομμάτι του κόσμου.
Ζωγραφισμένο στον τοίχο πάνω απ’ το κρεβάτι,
το ξεθωριασμένο χείλος του φεγγαριού έσταζε υγρασία στην αφυδατωμένη γη,
μια ρωγμή ως τον τελευταίο πλανήτη και τα χρώματα χύθηκαν βιαστικά απ' το κάστρο πάνω στο πράσινο λόφο
ως κάτω απ την σκουριασμένη γέφυρα στην ανατολική έξοδο της πόλης.
Κράτησε την αναπνοή κι αισθάνθηκε ελαφρύτερος,
έσφιξε τις φλέβες μέχρι που τα δάχτυλα του μελάνιασαν,
τα χέρια εναρμονίστηκαν με το ανάλαφρο τρέμουλο του σταχυού που κύκλωνε την πόλη,
τα ρόδινα χνώτα του ήλιου ήταν σύννεφα τεράστια δάχτυλα που έλυναν τις θηλιές της Αριάδνης υπακούοντας στη σκέψη του,
ανεστραμμένοι αριθμοί, κρεμασμένες λέξεις, στροβιλίζονταν καθώς έπεφταν με δύναμη στον κόσμο του.
Κάθε μέρα όλα ήταν βαρύτερα μια λέξη.
Απ το 1 ως το 10
με τί μοιάζω;
Λίγο πριν το μέσο του ορίζοντα,
ένας όγκος έτοιμος ν' ανοίξει,
μαστιγωμένοι γαλαξίες στην ευθεία
και τα πρησμένα μάτια του σύμπαντος που συνωμοτεί.
Ποιός μας πρόδωσε Spinter Milky;
-------------------------------------------------------------------------------------------------
Symmetry
φωτογραφία: Roman Holiday (1953)
Α.
Στη διαγώνιο της κεντρικής πλατείας ο αέρας ψιθυρίζει
όπως πέφτουν οι όμορφοι άνθρωποι απ' την ουλή του Vela Pulsar,
είναι οι εραστές της Ήρας που μοιράζουν χτυπώντας πόρτα πόρτα
το μεγάλο σχέδιο διαφυγής.
Δεν πιστεύεις λέξη.
Λάγνα περιστέρια πέφτουν πάνω στο μισοκαπνισμένο τσιγάρο
κι οι γέροι με τις πρησμένες κοιλιές και τα ξεθωριασμένα μάτια σ' αρπάζουν απ' το χέρι.
- «Πήδα την».
Β.
Περίεργα χωρίς αλκοόλ, με μάτια ανοιχτά πίσω απ’ τ’ αναμμένο τσιγάρο,
γνώρισες έξυπνους ανθρώπους που ακόμα πιστεύεις,
το πρωί ήταν ρούχα και παλιές κασέτες που τακτοποιείς για τελευταία φορά,
μ’ ένα ζεστό μπάνιο και τηλεόραση στα παιδικά
οι νύχτες υποκλίνονται και με μια ευγενική χειραψία αποχωρούν,
όλη μέρα σκέφτεσαι, μέσα στην άνοιξη τον φρεσκοσκαμμένο κήπο,
την έκπληξή τους,
«γι’ αυτό χάθηκες εσύ…» θα πουν.
Θες να τους σπάσεις τα δόντια και να τρέξεις πίσω.
«Μήπως θα ‘ταν καλύτερα απ’ το τηλέφωνό;»
3:00 δεν είναι δύσκολο να μπερδευτείς.
Είναι οι ώριμοι άνθρωποι απ την ουλή του Vela Pulsar,
στο δέκατο βήμα γυρίζουν πίσω το βλέμμα,
ανοίγουν ερωτικά τα χείλη σ αρπάζουν απ το χέρι.
- «Bocca della Verita».
Payday Mr. Euler
-------------------------------------------------------------------------------------------------
Θολά νερά και γερασμένα αρπακτικά
κουρασμένα τοπία με την καρδιά να βασανίζεται να σπρώξει μια ανάσα.
Πίσω απ το κύμα με το στόμα ανοιχτό
λιγότερο από εδώ
στην Άρκτο με τα φρέσκα ψάρια σε χιλιόμετρα μορφίνης
η Εδέμ περισσεύει στον πιο λεπτό ουρανό.
Οπισθοχώρηση.
Βόρεια κι ανηφορικά,
αναπνέοντας με δυσκολία
μετά τον πανικό,
Red ισημερία γεννά μόνο το κεφάλι.
Η παγοκύστη επιπλοκή
μια αρτηρία λέξη
δύση κι ανατολή
να περιστρέφει.
-------------------------------------------------------------------------------------------------
ΛΗΡ
Ημιτελής και ξεχασμένος
με τη λαιμαργία και την καθαριότητα της αναμονής
απ’ το γκέτο των δύο σ’ απογεύματα που ούτε ο Bruce δεν σώζει
προσπαθείς να χωρέσεις κάτω απ’ τα μεταλλικά καπάκια των υπονόμων
οδός διαμορφωμένων χαρακτήρων
μιλάς σαν να κοιτάς παλιές φωτογραφίες:
Σημάδι του Σείριου
κατάπινε βραχομάζες θαύμαζε ακροπόλεις Έλληνα μονογενή.
Διάλεξε πλευρά κι αυνανίσου με τον Αϊνστάιν.
«Νομίζω είδα αρκετά» λέει και τεντώνει το λαιμό της
είναι μια επίσκεψη που μεταφέρθηκε στα σκοτεινά
ανοίγεις το στόμα να πείς κάτι απλό κι όλα τα χρόνια που περίμενες σε σπρώχνουν πάνω της.
Κάτω απ’ το γραφείο
«αύριο βράδυ στο ίδιο σημείο».
Τα υπόλοιπα είναι πάντα εκεί
απ’ το στόμα του λιονταριού στο ξεροκόμματο της σκοτεινής ύλης
οικολογία-φιλοζωία-33 χρόνια δημοκρατίας
είναι απ’ τις νύχτες που θα ‘θελες ν αλλάξεις τον κόσμο
μα θα ‘νιωθες βασιλιάς αν έπιανες τ’ αστείο της παρέας.
Διάλεξε πλευρά
βάλε χέρι στην ουδέτερη ζώνη
Κάτω απ τη γη σ αποστειρωμένη τρεχάλα βασιλιά μου
ο Elvis κρύβεται κάτω απ’ τα πυκνά δάση της Ελβετίας
κλέψε το κέρμα του Αχέροντα
κάνε την φιγούρα σου και τρέξε.
Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2008
Το κρυμμένο γράμμα που αλλάζει τις λέξεις
-------------------------------------------------------------------------------------------------
Να ΄ναι καιρός,
με το γλαυκό μάτι να μαντεύει,
απ’ όνειρα σταχτιά να προστατεύει,
ν’ ανταμώνουμε.
Έξω ουρανός,
ανθρώπων έργα
υπεροχή
ζουρλομανδύας λέξη κι άναρχοι αστερισμοί.
Αιγαίου μοναξιά, κρυφά έρχεται,
συντροφιά μου.
Κλείσε τα μάτια,
διάλεξε τα πρόσωπα να ‘ναι γνωστά,
αν θες να ξέρεις,
το μάτι του γαλαξία ξόφλησε με το παρελθόν.
περιμένουμε,
όσο να ταξιδεύουμε μαζί,
κι όλα τα όνειρα έχουν την λέξη
Μέλλον.
-------------------------------------------------------------------------------------------------