Σελίδες

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008

Νο 000015

«Η ανάγκη μου είναι η έπαρση των δρόμων» είπε
και πετάχτηκε στο δρόμο ιδρωμένος.
Κλότσησε δειλά το χαλίκι και κοίταξε γύρω του
«εσύ έρχεσαι φανταστική διαλύοντας πεζοδρόμια».

Με χέρια σφιχτά μέσα στις τσέπες ήταν σίγουρος για την πόλη που θα έβλεπε
ν’ απλώνεται στην άλλη πλευρά του μαύρου βουνού που η ουρά του χώριζε στα δυο
την πόλη που άφηνε πίσω του κι έφτανε ως τη θάλασσα.
Στάθηκε στην κορυφή και κοίταξε για τελευταία φορά το γυάλινο κτίριο.

Η καρδιά του χτυπούσε ακόμα
όταν τα χέρια του έφευγαν προς τη μεριά του φεγγαριού
ψηλαφίζοντας την πηχτή ευτυχία του διαστήματος.
Θυμήθηκε το φυλαχτό που έκαιγε τα χέρια της
και τ’ ανάλαφρο βάδισμα στις ράγες του τρένου.
Το πρόσωπό της πλησίαζε απειλητικά το μουντό ουρανό.

«Στο δέντρο που κόπηκε
ξανά πέρασες-ξανά πέρασες
δεν είχες πια και τόσο αλλάξει» του φώναξε σχεδόν
και πέρασε τον αγκώνα πάνω απ’ τον ώμο του.
Ο θόρυβος της βροχής ανοιγόκλεινε τον κύλινδρο των βηματισμών
μουδιάζοντας για λίγο περιττές μνήμες
κι απεγνωσμένες προσπάθειες ομιλίας...
............................................................................................................
«Έτσι κοιτάνε τους πεθαμένους;» τόλμησε να πει
κι η φλέβα του λαιμού χτύπησε δυνατά
καθώς ένιωσε τον ουρανό να κυλά μέσα του
ν’ απλώνεται σαν αβοήθητη κραυγή και να πεθαίνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου