Άνοιξη του Ερμή
ένα τεράστιο τύμπανο που τραντάζεται
in a lonely place.
Στροβιλίζεται η άκρη του δρόμου κάτω απ το όρος της Σελήνης
δεξιά η γραμμή του Κρόνου κι αν υπάρχει σβήνει
Αλάτι στις όχθες του Αρνό
θειάφι ως την Τοσκάνη.
Ξαπλωμένος
περιμένοντας βοήθεια μέσα στη νύχτα
μόλις που μπόρεσε να σηκωθεί και να ανοίξει το παράθυρο
έψαχνε βιαστικά κάπου να κρατηθεί
θα ήταν η τελευταία φορά που θα κρατούσε κάτι μέσα στα χέρια του
τα πρώτα χνώτα έπαιρναν την μορφή του και διαλύονταν πότε πάνω απ τον ορίζοντα πότε στην τσιμεντένια αυλή του ακάλυπτου.
Η Αρκάνα μίλησε.
«Τι να σκέφτεται ο Βοώτης γι' αυτούς, καθώς οδηγεί τα κυνηγόσκυλά του πάνω απ' το ζενίθ;»
Ήταν ζωντανός δίπλα στο ποτάμι τριγυρισμένος από τα ίχνη και την πυρίτια μυρωδιά των αστερισμών
έμπηξε με μίσος τ’ αγουροπράσινο ρόδι στο βρεγμένο χώμα
το ξαναπήρε και στ απλωμένα χέρια του η βροχή σκόρπισε το χώμα.
«Στους επτά κίονες Θώθ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου