Δεν είχε δύναμη ο ήλιος,
πρόβαλε απ το τρύπιο σύννεφο στις γκρεμισμένες σκεπές των πρώτων σπιτιών
υποχώρησε προς το βουνό και βαριανασαίνοντας χάθηκε πάνω από το πευκοδάσος,
στην τεχνητή λίμνη το ψάρι άνοιξε το μάτι πάνω από το νερό,
εκείνη κουλουριάστηκε μέσα στις φτέρες περιμένοντας.
Το τρένο που σφύριξε στην πεδιάδα δεν άφηνε καπνό, ήταν ένα μπλεκόκκινο οτομοτρίς μύριζε πίσσα και διέσχιζε την μύτη μιας καταπράσινης χιονοστιβάδας,
το ακολούθησε με τα χέρια της ως τη φωλιά στους πρόποδες του βουνού, φαντάστηκε το τράνταγμά του και κατέβασε τα χέρια της για να το ελευθερώσει. Υπήρχε μια συνομωσία στις ανεπαίσθητες κινήσεις του τοπίου γύρω της, κινήσεις καταγεγραμμένες στο μάτι του ψαριού. «Είναι μια παράξενη μέρα για σένα» είπε στο πιο κοντινό της τσεκούρι και πλησίασε περισσότερο όταν ψίθυροι κρυμμένοι στα κυκλικά αυλάκια του δέντρου αναπήδησαν όπως το θνητό της αίμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου