Σελίδες

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

Νο 000040
















-------------------------------------------------------------------------------------

Θυμάμαι την θάλασσα διάφανη να παίρνει μέσα της τη θλίψη του κόσμου
το χώμα ν’ ανασαίνει δυνατότερα πάνω απ’ τον νεκρό
φώναξέ με τελευταία φορά με τ’ όνομά μου
μ’ αναγνωρίζεις ακόμα
που πρόσωπο έχω σκοτεινά του ποταμού νερά
και ζεστασιά λαβύρινθου δάσους
πολύ παλιά πριν γίνω το γυάλινο κτίριο στο κέντρο της πόλης
ήμουν από φώς και σκόνη στην επιφάνεια ανθρώπων και πραγμάτων
κάθε σώμα ήταν ένα μικρό αίνιγμα για τη λέξη
κι όμως
τα μάτια έβλεπαν αυτό που επιθυμούσαν να δουν
τα νεύρα ήταν προστατευμένα μέσα στην παγερή ομορφιά μου.

Γυρεύω τη διαδρομή που θα δεθεί με τα ίχνη
την ανάσα που καταπίνοντας τον καρπό
φυσάει αλάτι στην καρδιά της ρίζας.

«Μη ξεχνάς πως πρέπει να διστάζεις
πως είναι η πρώτη φορά που γεννιούνται αυτά που έχουν κουράσει
πως είναι ό,τι περισσεύει απ’ την περιστροφή σου
πως είσαι εσύ το πρόσωπο στον καθρέφτη.
Τα κομμάτια του είναι κομμάτια μιας πόλης
που μόνο εσύ θα μπορούσες να ενώσεις.»

Όταν δίψασα λοιπόν νερό θαλασσινό
ένας κύκνος πετώντας νότια έπεσε στα παγωμένα ήδη νερά μου.
Άκουσα το χαρούμενο τραγούδι και δέχτηκα το κορμί του που δεν ήταν κύκνος αλλά σφαίρα.

«Κάποτε τα όνειρα θα εξηγηθούν
τα πρόσωπα θα φανερωθούν
οι φωνές θα σωπάσουν» είπε η σφαίρα
και βρέθηκε στο στόμα του λύκου.
Ο λύκος έγινε το μαύρο βουνό που η ουρά του βυθίζονταν στην θάλασσα
η σκιά του ήταν ο ψίθυρος.

«Η χώρα μου είναι μια λωρίδα ουρανού πάνω στην θάλασσα.»
ακούστηκε ο ψίθυρος και χάθηκε κάτω απ’ την πόλη
που κρύβεται ο άκακος δράκος που φοβερίζει τα παιδιά.

Αυτή είναι η ιστορία του ποταμού που κυκλώνει το χώμα και χάνεται μέσα στη γη.

Το δάσος διαλύθηκε σε χιλιάδες σπιρτόξυλα τα σπιρτόξυλα έγιναν πόλη
η πόλη πετάχτηκε στην σοφίτα
κι αυτή η ιστορία ξεχάστηκε.








-------------------------------------------------------------------------------------

φωτογραφία: AboutAriver

Νο 000039

----------------------------------------------------------------------------------------------------

Μα, είναι κι αυτή η φωνή
που δε σ’ αφήνει να νυστάξεις.
«Σε θέλω Άνθρωπο απόψε».


----------------------------------------------------------------------------------------------------

Νο 000038

-------------------------------------------------------------------------------------------------

Ωραία εξουσία ανατρέφουν οι φωνές
στην ευωδιά της αστρικής αιώρας.

«Εγκαταλείπομαι πειθαρχημένος πλήρως
στη βία της σκέψης.»

«Η εκδίκηση
με χώμα και ρίζες βαθιές
δεν βρίσκει σώμα.
Με νερό και φύλλα ξερά
η οργή
δεν βρίσκει σώμα.»

«Στον ουρανό αντί για σύννεφα τρέχουν πολύχρωμες εικόνες
πλέουν σε ζεστό νερό τα όνειρα
ακρωτηριάζονται τα δάχτυλα
χίλια κομμάτια σπάνε…»

«Δεν έχω άλλο φθαρτό
βλέπεις ή κοιμάσαι;
Η βόλτα μας βρήκε λίγο πιο ψηλά από το δάκρυ.
Υπάρχει μια σκιά κάτω απ’ το βράχο.
Πού βρίσκονται οι νεκροί σου;»

«Ήρθες υψώνοντας κόκκινο κρασί
να ρίξουμε στους τάφους
να πάρουμε τις απαντήσεις
όμως οι ρυτίδες γύρω απ’ τα μάτια σου πυκνώνουν
κι εγώ ακόμα δεν έχω βρει το πρόσωπό σου.
Το αίμα μου γέννησε το γέλιο κάποιου άλλου.
Κι εσύ επιμένεις να σου φανερώνω τις βραδιές,
την πραγματική μου ηλικία.»

«Νέος πια
πορεύομαι χάνοντας.
Ευγενικός ανύπαρκτος διασχίζω τους αιώνες δίχως όνειρα
μόνο γυρεύω τις αιτίες...»

«Ποιά είσαι;
Κι εγώ
τί έχω πάθει κι όλο θέλω να μιλήσω;»

«Μπορείς να κάνεις το βράχο;
Θ’ ανέβω πάνω σου, θα γίνουμε τείχος.
Θα έρθω μέσα σου, θα γίνουμε πόλη».

«Ξανά και ξανά
η αρχή.
Διασκεδάσαμε πληρώνοντας
κι είναι ήσυχα πια.
Ήσυχα.
Το δέρμα επουλώθηκε
τα μάτια στάχτη.
Καθαρά καθάρματα
μας έλειψε ο πόνος μέσα μας
αδυνάτισε η σκέψη
κι όλο γυρίζουμε
και μαζεύουμε
ε ν τ υ π ώ σ ε ι ς » .


-------------------------------------------------------------------------------------------------

Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2009

Νο 000037

-------------------------------------------------------------------------------------------------

Βάδιζε όλη μέρα απ την μια άκρη της πόλης στην άλλη,
25 λεπτά υπόθεση, ώσπου βράδιασε.
Έφτασε κατάκοπος σπίτι. Η πόρτα δεν άνοιγε πάλι. Χτύπησε το κουδούνι από συνήθεια.

Έκπληκτος άκουσε βήματα πίσω από την πόρτα και μια γυναικεία φωνή τον ρώτησε φωνάζοντας δυνατά και σταθερά:
«Ποιος είναι;»
Πριν απαντήσει η πόρτα είχε ανοίξει. Η μορφή της γυναίκας δεν του ήταν άγνωστη.
- «Καλώς ήρθες. Πέρασε».
- «Είναι το σπίτι μου».
- «Πέρασε».
Εκείνος κοντοστάθηκε. «Είναι η Ερινύς, αυτή που καλείς να ξεφωνήσει μέσα στο σπίτι...» μουρμούρισε χωρίς να την ξανακοιτάξει και πέρασε.

Γυρίζοντας, τον είδε να κάθεται ανάβοντας τσιγάρο στο στρωμένο τραπέζι.
«Μπορείς να φας όσο κρέας θέλεις είμαι χορτοφάγος» του είπε,
εκείνος γέλασε δυνατά κοιτάζοντας το σφαγμένο πορτοκάλι δίπλα στο καλοψημένο χοιρινό μα όχι για πολύ,
ο καπνός του τσιγάρου περιστράφηκε μέσα του κάνοντάς τον να βήξει,
μένοντας χωρίς αναπνοή έβηξε δυνατότερα.

Δεν μίλησαν περισσότερο, δείπνησαν και κοιμήθηκαν χωριστά.
Όταν σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι εκείνος είχε φύγει,
βρήκε κρύο καφέ στην κουζίνα, έβγαλε λίγα σταφύλια απ’ το ψυγείο άναψε τσιγάρο και κάθισε.
«Εδώ» ακούστηκε η φωνή πίσω της,
γυρίζοντας πρόλαβε να δει την κομμένη ουρά ενός αριθμού να ξεφεύγει απ’ τα σκληρά φύλλα του ημερολογίου της και ν’ απομακρύνεται.
Έφερε λαίμαργα στο στόμα της μια μισοπαγωμένη ρώγα σταφύλι και μούγκρισε ευχαριστημένη.

«Καλωσόρισες Τισιφόνη» είπε στον καθρέφτη και άνοιξε την εξώπορτα.
Την έσυρε απ τα μαλλιά στο υπνοδωμάτιο. Πίεσε το μαξιλάρι πάνω στο άσχημο πρόσωπό της. Το μόνο που σκέφτηκε ήταν ένα ανέκδοτο που δε θα προλάβαινε να πει στο κυριακάτικο τραπέζι. Η τελευταία ανάσα της ήταν ένα αστείο που σταμάτησε με την καρδιά της. Πήρε το άψυχο σώμα και το κατέβασε στο υπόγειο.

Βράδιαζε όταν κατάκοπος, μετρώντας ανάποδα έφτασε στην εξώπορτα.
Η πόρτα δεν άνοιγε, χτύπησε το κουδούνι και περίμενε, η ουρά του αριθμού κουλουριάστηκε άρρητη στη χούφτα του, η πόρτα άνοιξε όταν μια τυχαία λέξη άρχισε να επαναλαμβάνεται,
η διαφορά με πριν ήταν ότι τώρα δεν μπορούσε να ξεφύγει,
δεν υπήρχε τρόπος να σκεφτεί.
Η δίνη μεγάλωσε.



-------------------------------------------------------------------------------------------------

Σημείωση:

Οι Ερινύες ήταν τρεις.
Από τα μάτια τους χυνόταν δηλητηριασμένος αφρός και αντί μαλλιών είχαν φίδια. Πλησίαζαν με αλύχτισμα. Οι αναθυμιάσεις των ήταν ανυπόφοροι.
Το αίμα που χύθηκε από το μεγάλο τραύμα τού θεού Ουρανού, μετά τον ακρωτηριασμό του, έπεσε στην Γαία ή Γη, το κυοφόρησε και από αυτό γεννήθηκαν:
η Μέγαιρα - του μίσους,
η Αληκτώ - η αδυσώπητη μανία,
η Τισιφόνη - η εκδικήτρια των φόνων
(Ησίοδος, Θεογονία 185).

Η Εγκεφαλική Ανοξία είναι η έλλειψη οξυγόνου του εγκεφάλου. Αν είναι μεγάλη, μπορεί να προκαλέσει ανεπανόρθωτες ζημιές στον εγκέφαλο. Σε πιο ήπιες περιπτώσεις μπορεί να προκαλέσει αισθητηριακές αλλοιώσεις και παραισθήσεις. Η Εγκεφαλική Ανοξία έχει προταθεί από μερικούς ερευνητές, σαν η αιτία Επιθανάτιων Εμπειριών.

Οι άρρητοι αριθμοί έχουν άπειρο αριθμό, μή επαναλαμβανόμενων περιοδικά, δεκαδικών ψηφίων.

Νο 000036

---------------------------------------------------------------------------------------

Κάποτε ο φόβος ήταν να ζήσουμε χωρίς αγάπη
αλλά οι μάγκες δεν ήμασταν εμείς.
Βουβά κι αγριεμένα σπάζουν, γεμίζουν ρυτίδες τα πρόσωπα
ζήσαμε πάντοτε αλλού*
αλλά τρέξαμε στο σκοτάδι
άντε γαμήσου.







---------------------------------------------------------------------------------------
*
"Ζήσαμε πάντοτε αλλού και μόνον όταν κάποιος μας αγαπήσει ερχόμαστε για λίγο." Τάσος Λειβαδίτης

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2009

Νο 000035

Στον πρωινό αέρα το πρόσωπό του ήταν μια ανοιχτή πληγή που έκαιγε.
Δεν λυπήθηκε τα μαραμένα λουλούδια των τάφων
έκοψε καινούργια
στα χέρια του μια μελανιασμένη ακέφαλη σάρκα.
Σάββατο 31 Οκτώβρη.
«Ξέρω πως είσαι πιο νεκρή από μένα
και το σώμα μου μέσα σου είναι λιγότερο απ' τα λόγια πάνω στον τάφο,
κονιάκ και λευκά τριαντάφυλλα και στίχοι του Μίσιου
και το αμίλητο ζευγάρι πάνω στο κάστρο»

Πίσω απ το γύρισμα του ποταμού
μια λάμψη που είχε ξαναδεί μέσα απ τα μισάνοιχτα μάτια της
σχεδόν αόρατη μέσα από σκόνη και νέφη
mean reds πάνω απ τον ανοιγμένο τάφο.
Σκέφτηκε να μην ανασάνει να μην ανοίξει καν τα μάτια του
στα χείλη του το λαρύγγι του Morrissey έσταζε λάβα Graceful-Gladioles
όταν χίμηξε πάνω της σπάζοντας το τελευταίο του Gauloise ίσα στο φίλτρο.

Μοιρολόγια στη «Santa Monica» με τις σκουριασμένες κούνιες δίπλα στο ποτάμι
και τα παιχνίδια είναι για παιδιά…

Νο 000034

Άνοιξη του Ερμή
ένα τεράστιο τύμπανο που τραντάζεται
in a lonely place.
Στροβιλίζεται η άκρη του δρόμου κάτω απ το όρος της Σελήνης
δεξιά η γραμμή του Κρόνου κι αν υπάρχει σβήνει

Αλάτι στις όχθες του Αρνό
θειάφι ως την Τοσκάνη.

Ξαπλωμένος
περιμένοντας βοήθεια μέσα στη νύχτα
μόλις που μπόρεσε να σηκωθεί και να ανοίξει το παράθυρο
έψαχνε βιαστικά κάπου να κρατηθεί
θα ήταν η τελευταία φορά που θα κρατούσε κάτι μέσα στα χέρια του
τα πρώτα χνώτα έπαιρναν την μορφή του και διαλύονταν πότε πάνω απ τον ορίζοντα πότε στην τσιμεντένια αυλή του ακάλυπτου.
Η Αρκάνα μίλησε.
«Τι να σκέφτεται ο Βοώτης γι' αυτούς, καθώς οδηγεί τα κυνηγόσκυλά του πάνω απ' το ζενίθ;»
Ήταν ζωντανός δίπλα στο ποτάμι τριγυρισμένος από τα ίχνη και την πυρίτια μυρωδιά των αστερισμών
έμπηξε με μίσος τ’ αγουροπράσινο ρόδι στο βρεγμένο χώμα
το ξαναπήρε και στ απλωμένα χέρια του η βροχή σκόρπισε το χώμα.
«Στους επτά κίονες Θώθ».

Νο 000033

Δεν είχε δύναμη ο ήλιος,
πρόβαλε απ το τρύπιο σύννεφο στις γκρεμισμένες σκεπές των πρώτων σπιτιών
υποχώρησε προς το βουνό και βαριανασαίνοντας χάθηκε πάνω από το πευκοδάσος,
στην τεχνητή λίμνη το ψάρι άνοιξε το μάτι πάνω από το νερό,
εκείνη κουλουριάστηκε μέσα στις φτέρες περιμένοντας.
Το τρένο που σφύριξε στην πεδιάδα δεν άφηνε καπνό, ήταν ένα μπλεκόκκινο οτομοτρίς μύριζε πίσσα και διέσχιζε την μύτη μιας καταπράσινης χιονοστιβάδας,
το ακολούθησε με τα χέρια της ως τη φωλιά στους πρόποδες του βουνού, φαντάστηκε το τράνταγμά του και κατέβασε τα χέρια της για να το ελευθερώσει. Υπήρχε μια συνομωσία στις ανεπαίσθητες κινήσεις του τοπίου γύρω της, κινήσεις καταγεγραμμένες στο μάτι του ψαριού. «Είναι μια παράξενη μέρα για σένα» είπε στο πιο κοντινό της τσεκούρι και πλησίασε περισσότερο όταν ψίθυροι κρυμμένοι στα κυκλικά αυλάκια του δέντρου αναπήδησαν όπως το θνητό της αίμα.

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2009

Νο 000032

---------------------------------------------------------------------------------------

«Λυπήθηκα μια νύχτα κι από τότε απλά το συνηθίζω...»











-------------------------------------------------------------------------------------