Σελίδες

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Mικρές ιστορίες έρωτα φρίκης τρέλας κι ένα ποτάμι


- Κάποτε ο φόβος ήταν να ζήσουμε χωρίς αγάπη.
- Ζήσαμε πάντοτε αλλού.*
Τρέξαμε στο σκοτάδι.
Άντε γαμήσου.




Μεσάνυχτα στην εθνική με φώτα σβηστά
ρίχνεις κλεφτή ματιά
στο πίσω κάθισμα ο Rubik έχει τη λύση
κόβεις το ποτό
κοιμάσαι απ’ τις εννιά
love you forever τα πρώτα αγγλικά
στην Jane απ’ την Ουαλία
που φίλησες για πρώτη φορά.




Στ’ όνειρό σου σκύβεις πάνω της και δεν έχεις τι να πεις,
ξυπνάς
κι αυτή τη φορά δε θα σε πάρει τηλέφωνο για να ‘χεις δικαιολογία.
Θα ξεκολλήσεις
και μια μέρα με μποτιλιάρισμα θα στρίψεις σε μια λάθος στροφή,
θα πέσεις πάνω της με ταχύτητα και κείνη θα σωριαστεί νεκρή
κι ούτε που θα σ’ έχει δει,
«προσπάθησα να την αποφύγω» θα λες τεμπελιάζοντας ψυχρά πάνω απ’ το κορμί της.
Στο κάτω κάτω έψαχνες την ευκαιρία να ξανακαπνίσεις…




Στο ένα χέρι ο Ντύλαν Τόμας στο άλλο συνταγές ζαχαροπλαστικής
το δάχτυλό σου λατινικό ερωτηματικό γύρω απ’ το πλαστικό κυπελάκι του καφέ
ούτε ντίσκο ούτε βαλς
δεν είναι η θλίψη όπως παλιά
κι όσοι γουστάρουν μακελειό
δεν ξέρουν να χορεύουν.




Κατεβήκαμε τρέχοντας την πλαγιά μέσα απ' τις κερασιές
ποδοπατώντας χαμόμηλα
κι ο ήλιος έπεφτε πίσω απ' το βουνό
μόνοι ολομόναχοι ζήσαμε την μεγαλύτερη αγάπη.
Αν ήσουν εδώ
θα κάναμε τσιγάρο σε μια πόλη που απ' τον πέμπτο βλέπεις τη θάλασσα
θα έβρεχε σε μια αυλή ίδια με τη δικιά σου
και θα με θυμόσουν συχνότερα
μα τώρα πλάτανος και κάμπος
όχι ζέστη, εδώ το λένε ζέστα.




2:30 τη νύχτα 4 χρόνια μετά
- Σε σκεφτόμουν. Όχι δεν ήταν όλα μίζερα αλλά ήταν αρκετά!
- Λάθος όνειρο ηλίθια πυξίδα.




Μοναξιά ε;
Αστεία πράγματα, περασμένα μέσα από χιλιόμετρα φίλτρου
φιλιά κι αναμνήσεις χωρίς τσιγάρο και νερό μέσα στη νύχτα
με λόγια που δε θα θυμάσαι παραπάνω απ' την επαφή.
Μοναξιά ε;
Αστεία πράγματα, την κοιτάς όπως το κομμένο τσιγάρο
μυρίζεις κουπόνια από Στοίχημα, Λαϊκά λαχεία
απελπισία...
"Μοναξιά ε;"




Αν δεν πάρω ποτέ σκύλο θα φταίει το σκυλί του γείτονα
με ξύπνησε πάλι μέσα στη νύχτα.
Δεν είχα όνειρα
μόνο σημάδευα με το δάχτυλο το τρύπιο φεγγάρι
κι εσύ δίπλα μου σημάδευες εμένα.




"Θα προτιμούσα να 'σουν εσύ".
Ήταν παράξενη εκείνο τ' απόγευμα
πιο 'κει μόλις έδενε στο λιμάνι η "Φυγή".
"Σήμερα είσαι ή ξεμέθυστος ή βαρετός" του είπε.
"Σκατόφλωρε βρωμοσυλλέκτη" φώναξε μέσα του εκείνος
και ζήλεψε όσους τους αρκεί ένα τραγούδι, ένα ποίημα, ένα βιβλίο ή μια ταινία για να ζήσουν.
"Θα προτιμούσα να 'σουν εσύ" του ξαναείπε.




- Τί θυμάσαι από μένα;
- Να για παράδειγμα, κανονικά, δεν έπρεπε να σου μιλάω
είσαι μια φωνή μέσα από ένα τηλέφωνο
φοβάμαι πως θ' αρχίσεις να μου ζητάς παράλογα πράγματα.
- Όπως να βρεθούμε;
- Είναι μάλλον απίθανο.
Και σταμάτησα να διαβάζω βιβλία.
Τσόντα και μπάλα.




"Όλα είναι στο μυαλό darling".
Στο τραπέζι πιο 'κει το παιχνίδι είχε ανάψει για τα καλά
κάθισε δίπλα τους και του έσκασαν το πρώτο χαρτί.
Τον κυνηγούσε μεγάλη γκαντεμιά. Όχι αυτό το βράδυ όμως. Αυτό το βράδυ τους είχε ξετινάξει.
Τ' αφεντικό έχανε τα κέρατά του,
πλησίασε στο μπαρ ψιθυρίζοντας κάτι στον μπάρμαν κι η μουσική δυνάμωσε
άρπαξε ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ που είχε κρυμμένο
και βρέθηκε στην πλάτη του κερδισμένου.
"Άνοιξες πόρτα μαζί μου" είπε με βραχνή φωνή.
"Άνοιξες πόρτα μαζί μου".




Η βασίλισσα του χορού σταυρώνει τα πόδια της και περιμένει.
"Σε γνώρισα Σεπτέμβρη" υπόσχεται κοιτάζοντας την παλάμη του.
Καλοκαίριασε πια
κι ακόμα λείπουν οι άκρες των δοντιών απ' τα φιλιά μας.




Νομίζω πως κάποτε θα τα διαβάσεις όλα αυτά
θα τα μάθεις όλα απ' έξω λέξη-λέξη
θα βγεις
θα τα πιεις
θα σε πιάσει πάλι εκείνος ο λόξιγκας
θα κρατήσεις την ανάσα σου και θα μείνεις ακίνητη με τα φουσκωμένα μάγουλα:
"Πάλι δε βγήκα καλή στη φωτογραφία" θα λες
και παίρνοντας το ψαλίδι θα μ' αλλάξεις θέση
να ζω σ' ένα πατάρι με τον χαμένο προσανατολισμό του Jack Bell.




"Έχω καιρό να σε τρομάξω μέσα στη νύχτα".
Μ' αρέσει να σε βλέπω όταν κοιμάσαι
καταλαβαίνω πως είναι μια διαστροφή.
Είσαι στο έλεος μου
χωρίς πανικό
χωρίς υστερίες
χωρίς μιλιά.




Δυο χρόνια προσπαθούσες να με προειδοποιήσεις.
Πρέπει να μένω που και που μακριά απ' τα υπόγεια μονοκατοικιών που έχεις αλλάξει.
Δεν καπνίζω πια και το βάρος μου αυξάνει
γίνομαι 120 220 320 420 κιλά και συνεχίζω.
Στους πρόποδές μου χορεύεις μόνο για μένα.
"Smirnoff με πάγο".
Πίσω σου κάποιος που έχει ξηλώσει την πινακίδα με τ' όνομα του δρόμου που έμενε η πρώην του ακουμπάει την πινακίδα πάνω στο μπαρ και παραγγέλνει.




Συνεχίζω.
Έχω να ξηλώσω 148 χλμ νέας εγνατίας
να βουλιάξω όλες τις βάρκες στο πέλαγος που πρόσθεσες.




Φεύγεις πάλι.
"Σε βλέπω"
στο τέλος του δρόμου
κάνω με τα χέρια μου πως σε βλέπω μέσα από κυάλι
χωράς μέσα στα δάχτυλά μου.

Στα 27
τα μπαρ που συχνάζεις δε σε χωράνε.
"...Αν συνηθίσεις στη ντροπή σειρά μετά έχει η σιωπή..." παίζει στο repeat
κόψαμε τις ταινίες απ' τις παλιές κασέτες
βγήκαμε στο δρόμο και τρέξαμε.

Ψιθύρισες στο σκοτάδι κι αυτό τυλίχτηκε έγινε ένα χωνί που χώρεσε μέσα στ' αυτί μου.
Οι αναμνήσεις μου, οι δικές μου αναμνήσεις
σε λίγο θα νιώσουν άνετα, θ' απλωθούν μέσα μου, και θα ζητάνε.




"Σε σκέφτομαι συχνά τελευταία."
Κοιμήσου μαζί μου
θα ονειρευτούμε πάνω στο νέφος του Oort
πως μεγαλώσαμε σ' ένα τρένο
και κατεβήκαμε σε διαφορετικές πόλεις.

- Ήρθες πολύ νωρίς. Είσαι η τύχη μου και η τύχη του πρωτάρη δεν κρατά πολύ.
- Όλοι το ξέρουν. Όλοι το ξέρουν και συνέβαινε πάντα.
- Σε θέλω...
- Τα καλά παιδιά ερωτεύονται. Δεν γαμάνε.
- Όλοι το ξέρουν. Όλοι το ξέρουν και συνέβαινε πάντα.




Στ' όνειρο σηκώθηκα κι έσκυψα πάνω μου
"Τί έχεις δει περισσότερο από μένα;" ψιθύρισα και τα μάτια έτριξαν.
Ήμουν σίγουρος πως είχα κολλήσει στο παρελθόν.
"Σου μιλούσα όλο το βράδυ για πράγματα που ποτέ δεν έχω δει".




Υπάρχει μια μαγική στιγμή για κάθε άνθρωπο
κι ένα υπόλοιπο ζωής για να προσπαθήσει μάταια να την επαναλάβει.




Σας πίστεψα
χεράκια που φουντώσατε φωτιές μισοσβησμένων αστεριών
μάτια που μόνο κοιτάξατε κάτω απ' το φως των κεριών
στόματα που διψάσατε λιγάκι ζάχαρη και πράσινο αψέντι.

Και τώρα, μόνος οριστικά, δεν έχω να μοιραστώ
αυτό που μόνο το γέλιο του ενός ξέρει να ιστορεί, να γίνεται
πόνος ανθρώπων και πραγμάτων.




Μπορεί να ' ναι η θεία μου εκείνη που ανεβάζει τα νούμερα των μεσημεριανών εκπομπών μα χθες έφυγα απ' το κήπο του σπιτιού της με μια αγκαλιά χρυσάνθεμα.




Καλοκαίρι.
Σου γράφω πάνω στη σκόνη αυτοκινήτων
κι εκείνα μπαίνουν στη σειρά και ταξιδεύουν στην πόλη σου.
Σε τί ελπίζω;




"Δεν είμαι από 'δω".
Εκείνη κρατούσε το πρόγραμμα του φεστιβάλ και τα 'πινε με μια φίλη της στη "Στοά"
η κουβέντα δεν πήγαινε πουθενά
ούτε μια βότκα μετά.
Ταύρος με Ζυγό
όπως με τις "τύχες" που αγοράζαμε μικροί και καταλήγαμε να έχουμε τις ίδιες ξανά και ξανά.




Σσσσσσσσσσσσ
ξέρω το πώς θα περνούσαμε τα χρόνια μαζί
πως θα συνέχιζα να σε λατρεύω όπως στην αρχή
χωρίς ιδιαίτερο λόγο
μα εσύ μου λες "εσύ μόνο εσύ με καταλάβαινες και σε καταλάβαινα"
και ξέρω πως δεν θα 'χω ποτέ τύχη μαζί σου
χωρίς ιδιαίτερο λόγο.




Κουβαλώ ακόμα τα κλειδιά απ' το πρώτο σου διαμέρισμα.
Σε τί ελπίζω;




Οι αναμνήσεις μου μια ευθεία γραμμή χωρίς σφυγμό
κι εσύ δε σταματάς να ζεις ούτε δευτερόλεπτο.




Κακή τύχη φέρνουν τα όνειρα που μένουν σαν ξεφούσκωτη μπάλα στο χωράφι
κι εσύ.




Μεσάνυχτα και ένα λεπτό
θα 'πρεπε να 'χε συμβεί κάτι μαγικό
να σταματήσει αυτό το τρέμουλο
και τα μάτια σου όπως κάθομαι στο σκοτεινό δωμάτιο να λάμψουν
όπως τα μακρινά αστέρια χρόνια μετά.
Γύρω μου σκυλιά γατιά και νεογέννητα κοτοπουλάκια
τα ταΐζω τα χαϊδεύω και τα χρόνια περνάνε.
Εσύ γύρω μου
εξακολουθείς να περιστρέφεσαι
όπως κάνουν οι δορυφόροι
γρήγορα τόσο γρήγορα που το πρόσωπό σου έχει θολώσει και δε μπορώ να σε δω
ούτε εγώ ούτε οι άλλοι
μα εμένα δεν με πειράζει που έχουμε γεράσει
γιατί ξέρω πως όλα αυτά δεν είναι ρυτίδες είναι απ' τη βίαιη ένωσή μας οι κρατήρες.




Οι ματιές τους ήταν, είναι και θα είναι, ίδιες.
Όπως άλλοι βγαίνουν αφηρημένοι με μια κάλτσα
μα κανείς εκτός απ' τους ίδιους δεν το καταλαβαίνει
και στο τέλος της μέρας επιστρέφουν σπίτι σχεδόν κουτσαίνοντας για να τραβήξουν τα βλέμματα
έτσι κι εσύ αναπολείς εκείνη τη μέρα που μας είδαν σκεφτικούς
και ρώτησαν: "Τί τρέχει;"
"Καταστράφηκε η ζωή μου" απάντησες και έζησες χωρίς να ξαναμιλήσεις γι' αυτό. "Τίποτα" απάντησα και καταστράφηκε η ζωή μου.




Μικρά τίποτα ανάμεσά μας
διεκδικούν χώρο.
8 πόλεις μακριά μου.
Κι εγώ στο 72 χιλιόμετρο
κάθετα
ένα τεράστιο ψάρι
σαν ακρωτηριασμένο άπειρο.




Είμαι η ουρά ενός αριθμού που δεν επαναλαμβάνεται ποτέ.
Τυχαίος κι απρόβλεπτος στο χέρι του θεού ήμουν το ζάρι.
"Έχω το Σχέδιο" φώναζε και με πέταγε στον αέρα
"Είμαι το Σχέδιο" κροτάλιζα κι εκτόξευα σουπερνόβα.

Ένα παιδί κοιτάει τ' άστρα κι αναρωτιέται:"Γιατί σ' εμένα;"




- Δεν είναι δύσκολο να δραπετεύσεις απ' την άσπρη μπίλια της Ανδρομέδας.
- Ό,τι πέταξες κύλησε στο ποτάμι και χάθηκε. Ό,τι κράτησες περιστρέφεται κι ονόματα άγνωστα κληρώνει.
- Στο διάολο αυτοί που μ' αγάπησαν και με γνωρίζουν από χρόνια, στο διάολο το συγκεκριμένο. Απόψε είμαι ικανός για όλα.
- "Die die die my darling".




Χάνω τα λόγια μου όταν σε βλέπω
χάνεις το χρόνο σου μαζί μου.




Χιλιόμετρα όνειρα έχουν τρακάρει πάνω σου.
"Στις ομορφιές σου."




Είναι αστείο πως όταν εγώ πόνταρα τα πάντα σε σένα
πόνταραν πάνω μου χαμογελαστοί παπάδες αστρολόγοι κι ο Πάουλο Κοέλιο.




Φτάνει με τ' οξυγόνο,
κέρνα ένα και δες τον καπνό να κρύβει τα μάτια μου.
Παράξενο,όταν μου χαμογελάς δεν αρκεί η αγκαλιά μου,
όταν είσαι ευτυχισμένη τα δάχτυλά μου μπερδεύονται,χάνεται ο ρόλος μου,όταν είσαι χαρούμενη δεν έχεις ανάγκη κανέναν.Κι έμενα;Δε με σκέφτεσαι εμένα;
Α... Δε θα σ' αφήσω ποτέ έτσι χαρούμενη...




Σου έκλεισα τη μύτη με το χέρι και τότε μ' αστεία φωνή μου είπες "σ' αγαπώ" για πρώτη φορά.




Τ' όνομά σου είναι Φηιβγυ8ιηφγ6αφγυηαθια7δα6
θα πάρει χιλιάδες χρόνια να βρεθεί τι σημαίνει αυτό
ή μια στιγμή και δεν θα έχει σημασία πως σε βάφτισαν.
Δεν είχα ιδέα τί παθαίνεις όταν ενώνεις αυτό μ' αυτό και σπας με δύναμη το άλλο
σε κράτησα κάτω απ' το νερό όσο κρατούσα τη δική μου ανάσα,
όταν σε γύρισα "Δεν είμαι εγώ" με κοίταξες "Εγώ κάνω τη βόλτα μου μ' εκείνον που ήρθε μετά από σένα. Δεν είμαι εγώ. Άσε με."
Σε άφησα κι όλα ξεχάστηκαν.
Λίγο καιρό μετά γνωριστήκαμε.
Κάναμε έρωτα όλη νύχτα και τώρα ξημερώνει. Εγώ ετοιμάζομαι να κοιμηθώ στην αγκαλιά σου ενώ εσύ καπνίζεις κι ούτε που προσέχω αυτό το χαμόγελο που λέει πολλά για την αφέλειά μου να σε πιστεύω.




Το "Μεγάλο Σχέδιο", δεν ήταν παρά παιδικές ζωγραφιές,
κοιμήσου μαζί μου ν' ονειρευτούμε πάνω απ' την πόλη μ' αερόστατο,
μια μηχανή του χρόνου που πάει στο "από κάπου σε ξέρω" με σβηστές μηχανές.




Είναι νύχτα κι εγώ κάπου ψηλά
κοιτάω πότε τα φώτα της πόλης πότε εσένα
σε ξεχνάω όλο και πιο συχνά
ανοίγεις τα χέρια και λες ¨καταλαβαίνω"
κι εγώ θέλω να γελάσω δυνατά
γι' άλλη μια φορά με αρπάζεις και με φιλάς.
Με προλαβαίνεις.




Έρχεσαι πίσω μου
μ' ακουμπάς με το χέρι στην πλάτη
αναρωτιέσαι αν στο τέλος θα έχουμε κι εμείς ένα άλμπουμ στο σαλόνι
ανάβεις τσιγάρο
σε όλες τις φωτογραφίες τ' αριστερό σου φρύδι μια γέφυρα
κρύβονται κάτω της αδέσποτα σκυλιά
κρύβουν στις κοιλιές τους την πρώτη αγάπη που έκρυβε πως μας κατάπιε.
Με κοιτάς φιλικά τώρα που όλοι και όλα χόρτασαν.

Όσο περνάει ο καιρός
το σπίτι μικραίνει
καταπίνω πράγματα για να μην τα πετάξω
αν σ' έβλεπα ξανά θα σε δάγκωνα.




Τί να κάνω με τα λόγια σου
"όλοι ξέρουν τα πάντα για όλους με την πρώτη ματιά
δε στοιχηματίζουν χρόνο σε κανέναν".

Ξύπνησα από έναν εφιάλτη
ζούσα λέει σ' ένα τραγούδι των πυξ λαξ
που είχε γραφτεί για σένα και μένα
κι έβαλα Μωρά στη φωτιά στις έξι το πρωί για να συνέλθω
κι ούτε θέλω να γράφω πια
κοιτάω μέσα απ' τις λέξεις όπως ο φυλακισμένος μέσα απ' τα κάγκελα.




Φως
ζεστό γάλα στα μαλλιά σου
η τηλεόραση χωρίς ήχο έπαιζε Morvern Callar
κι απ' το δίπλα δωμάτιο ίσα που ακούγονταν ο Morrissey

"A crack on the head
is what you get for not asking
and a crack on the head
is what you get for asking"

"Tο καλοκαίρι θέλει ασπρόμαυρες ταινίες" είπες κι άλλαξες κανάλι.




Καλοκαίρι
κι είμαι για σένα παραλιακή ντισκοτέκ στο φως της μέρας.




-"Γεια"
-"Γεια σου"
-"Ζήσαμε μαζί μια ολόκληρη ζωή σ' ένα μόνο δευτερόλεπτο"
-"Δε σε ξέρω"




Άκου τη λεύκα που καίγεται μέσα στη νύχτα
κάποιος φοβήθηκε
γιατί τα μυστικά που έκρυβε η κοιλιά τα φώναζαν με μπερδεμένα λόγια τα κλαδιά της.




Το μεσημέρι οι δρόμοι γεμίζουν φίδια που πέταξαν οι οικολόγοι
κάτω απ' τον πλάτανο ένα ποτήρι τσίπουρο και μια φέτα καρπούζι
προς το παρόν σ' αρέσει τα νέα σου και τα νέα μου ν' αρχίζουν μ' ένα "θυμάσαι τότε..."

Στον ήλιο τα μανταλάκια έχασαν το χρώμα τους
κρεμάς ποιήματα μαζεύεις αποσιωπητικά.




Δε σταματά να κυνηγά ξένες αναμνήσεις
ακούει χρόνια τώρα μόνο Morrissey και Springsteen
η γλώσσα της έχει τη γεύση του φραπέ
σε φιλά πριν κοιμηθείς και μένεις άυπνος
κοιτάζεις απ' το παράθυρο τους απέναντι που ποτέ δεν ανάβουν τα φώτα το βράδυ
κι έχουν την τηλεόραση μόνιμα ανοιχτή να στέλνει σήματα μορς που με τον καιρό τ' αγνοείς
"40 βαθμοί και υγρασία σώστε μας πνιγόμαστε σε μια επαρχία".
Σκέφτεσαι πως όποιο πρόσωπο αγάπησες έχεις ονειρευτεί ή να το σώζεις ή να πεθαίνει
"αντίο μου την έπεσε άσχημα κάποιος άλλος" σου λέει εκείνη κι εσύ παγιδεύεσαι να την αγαπάς για πάντα
και καμιά νύχτα από λευκό κρασί και Smiths δεν θα είναι αρκετή
ήσουν ένα πρεζάκι τεχνητής θλίψης μα τώρα είδες τη διαφορά.




Για ν' αρχίσεις πρέπει να κόψεις συνήθειες που για να κοπούν πρέπει ν' αρχίσεις.




Αν ήσουν ποιητής
δε θα 'γραφες άλλη λέξη πια
θα τ' άφηνες όλα μέσα σου να σε κατασπαράξουν.




"Μή μπερδέψεις τη θλίψη μας και την πεις αγάπη"




Μια μέρα ανοίγεις το κουτί με τα παιχνίδια και βρίσκεις ξυράφια
ανοίγεις τα βιβλία κι οι λέξεις είναι μισές
κοιτάς εκείνη κι είσαι έτοιμος να πείς
"εσύ το έκανες"
μα ξέρεις καλά πως δεν έχει χρόνο
το παρελθόν το έθαψε βαθιά μέσα της
κι εσύ αντί να κάνεις το ίδιο την άφησες μισοθαμένη στον κήπο κι όταν παραπατάς πάνω της χάνεις δέκα χρόνια. Κάποτε να το ξέρεις θα τα ζητήσεις πίσω.




"Να σουνα εδώ να μιλούσαμε Ταύρος με Ζυγό"
άσε καλύτερα γιατί πάλι μιλάει το ποτό
ορκίστηκα να καταπιώ τη γλώσσα μου όταν σε ξαναδώ
όταν χωρίσαμε μπήκα σ' ένα πρακτορείο κι έπαιξα τζόκερ
θα κέρδιζα και θα φεύγαμε μακριά ίσως σ' ένα νησί ή στην πουτάνα την αμερική
περίμενα να με πάρεις να δεις αν κέρδισα την Κυριακή
γιατί ποτέ δεν πίστεψες
πως είμαι ο πιο άτυχος σαββατογεννημένος που κυκλοφορεί
σε πήρα ένα εκατομμύριο τηλέφωνα σε κανένα δεν απάντησες
όταν κουράστηκα πήρες εσύ
ακουγόσουν διαφορετική
τόσο καιρό είχα μπουχτίσει να φτιάχνω διαλόγους και τελικά κανένας δεν ταίριαξε
έκλεισα το τηλέφωνο καθώς μίλαγες με ατάκες που δεν είχα φανταστεί
πήρα τα δυο playmobile που μπόρεσα να σώσω απ' τα σκουπίδια και συνέχισα τον διάλογο μόνος μου
τα μοναχοπαίδια έχουν τον τρόπο να γίνονται κυκλοθυμικοί
εσύ άρχισες να συμπληρώνεις παζλ που αγοράσαμε μαζί κι εγώ πέρασα ώρες ατέλειωτες μ' έναν αριθμό που λέγεται χρυσή τομή
είχες κρατήσει τον αριθμό μου στο κινητό σου χρόνια ολόκληρα χωρίς να πάρεις ποτέ
ήταν μια επίδειξη δύναμης
όπως τότε που με χώρισες στο ίδιο μέρος που τα φτιάξαμε
με χώρισες Σάββατο γιατί ήξερες πως το Σάββατο δεν πιάνουν οι ευχές ούτε οι κατάρες.
Ποτέ δεν πίστεψες
πως είμαι ο πιο άτυχος σαββατογεννημένος που κυκλοφορεί.




Κάτω απ' τα γη
στα λατομεία της αγάπης σου
αναμνήσεις από λιγνίτη και τύρφη
είναι ο χαμένος μας παράδεισος
φτιαγμένος απ' τις βαθιές ρίζες των φουγάρων
που κάνει να λάμπουν τα μάτια σου
που κάνει να σε λατρεύω περισσότερο κιλοβατώρα την κιλοβατώρα.
Πάνω απ' τη γη
όνειρα από σκληρά μαθηματικά και φουσκωμένες με κάλτσα αρχίδια πιθανότητες
"τί σου κάνω"
"τί μου κάνεις"
ευνουχισμένη ποίηση επανάληψη την επανάληψη.




Μ' αφήνεις μόνο με μια χούφτα "Μαρία placebo"
να βγει κι αυτή η νύχτα
δυσκολεύομαι να με προσδιορίσω
δε ξέρω ποιον να γελάσω στο σκοτάδι πως είμαι κάποιος άλλος.
Οι σκέψεις βράχια σαθρά που επιστρέφουν σκόνη
μ' ανακατεύεις και φεύγεις.
Αν είναι τα χρόνια της φωτιάς
ποιος ήμουν πριν μου πεις "σ' έμαθα πια";
Θα σε ξαναδώ όταν γεράσουμε
μια ηλιόλουστη μέρα;




Ο ουρανός από νότο σε βορρά
βρέχει αψέντι αστράφτει ωρόρα.
Λίγος ο καιρός
όσο η ομορφιά καταπίνει όρκους "για πάντα".
"Δε θ' αλλάξουμε εμείς τον κόσμο"
ομολογείς
"όλοι εναντίων όλων"
"δε θέλω να μάθω τίποτα από εσάς
θέλω απλά να ζήσω" λες
και σταματούν τα όνειρα
και σ' απειλούν αιώνιες κατάρες
για μια σταλιά ζωής.
Εκείνη έρχεται κοντά
σου χαμογελά όταν σου σιγοτραγουδά
σου χαϊδεύει τα μαλλιά και παίρνει όλη την ευθύνη.




Πάνω στο τιμόνι
μια βόλτα με το ποδήλατο μέσα στο χιόνι.




Εκείνη φιλά ένα αδέσποτο σκυλί στο πάρκο
εσύ την κοιτάς κι η ζωή σου γίνεται ασπρόμαυρη noir ταινία
"αν μ' αγαπήσεις θα κάνω το ίδιο" σου ψιθυρίζει κάθε μέρα
και τ' αριστερό της φρύδι σηκώνεται όταν σε κοιτά.
Δεν αργείς να μπερδέψεις τα πράγματα που κάνει μ' αυτά που κάνει μόνο για σένα.




Αν η καρδιά σου είναι από κάρβουνο και στάχτη πια
στις όχθες του Οράγγη
άσε τα μάτια κόκκινα
να 'ναι οι μακρινοί πλανήτες
άσε το κορμί γυρτό
χτυπημένο από κομήτες

ό,τι δε σε σκοτώνει
κρατά τον άσσο στο μανίκι
αφέσου στη θλίψη
αφέσου στη θλίψη
αφέσου στη θλίψη
αφέσου στη θλίψη
αφέσου στη θλίψη
αφέσου στη θλίψη
αφέσου στη θλίψη




- Όταν ήμουν μικρός είχα σπάσει το χέρι μου πέφτοντας απ' το τελευταίο σκαλοπάτι του σπιτιού μιας γειτόνισσας που την λέγαν Αγάπη.
- Με είδες χθες; Με θυμήθηκες; Πες μου πως με θέλεις ακόμα γιατί πρέπει να σου πω πως πρέπει να ξέρεις πως έχω αλλάξει.
Θέλω να σου μιλήσω
έχω πιει και μετά ήπια έναν ποταμό νερό να μην έχω λόξιγκα
τόσο πολύ θέλω να σου μιλήσω.
- Δεν ήξερα πως είναι τόσο εύκολο να ξεκόψεις από κάποιον.
- Αρκεί να φύγεις πρώτος. Έπρεπε να στο 'χα πει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου