Σελίδες

Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Νο 000156

Όταν σηκώθηκε ο ήλιος δεν έλαμπε
ήταν μια τρύπα σκοτεινή στον φωτεινό ουρανό.
Κάθε τι γύρω του εξέπεμπε φως ακόμα κι ο ίδιος
έπιασε μια πέτρα κι άρχισε να τη στριφογυρνά
η επιφάνειά της ήταν πολύχρωμη σαν κύβος του Rubik που έπρεπε να λυθεί
πήρε μια δεύτερη πέτρα και χτύπησε την πρώτη
μικρές μαύρες τελείες αναπήδησαν κι έσβησαν πάνω στα δάχτυλά του
έκλεισε με δύναμη τα μάτια του και γρήγορα τα ξανάνοιξε μη αντέχοντας το δυνατό φως
εκείνη στέκονταν δίπλα του και τα χέρια της ήταν ανοιχτά και στο καθένα μια καρδιά γουρουνιού που έσταζε φρέσκο αίμα.
"Κοίτα πως είναι τώρα ευτυχισμένα" είπε δείχνοντας πίσω της.
Εκείνα πεσμένα ανάσκελα ανέπνεαν βαριά και στη θέση της καρδιάς είχαν μια πυραμίδα
στις δυο κορυφές πορσελάνινα φλιτζανάκια του καφέ ισορροπούσαν κι έδειχναν το δρόμο που οδηγεί σε μια μυστική πύλη που όποιος την πέρασε παγιδεύτηκε σε μια φωτογραφία ενός ποταμού που διέσχιζε μια πόλη που οι άνθρωποί της μιλούσαν ανάποδα και το ποτάμι της κυλούσε από τη θάλασσα προς το βουνό η κορυφή του βουνού με την έλλειψη οξυγόνου ήταν το ιδανικό μέρος για έναν προσομοιωτή αγάπης εκείνος στάθηκε μπροστά στο θαυμαστό έργο με το στόμα στεγνό και το ποτάμι χύθηκε μέσα του τα μάτια του άνοιξαν τόσο που το φως τα κατέστρεψε τα χέρια του βυθίστηκαν στο σκληρό χώμα ανοίγοντας κρατήρα προσπάθησε να δει μέσα στο σκοτάδι όπως έκανε παλιά πριν κοιμηθεί κι εκείνη ξανάρθε δίπλα του στα χέρια της κρατούσε μια ευχή ένα φίδι με δυο κεφάλια "το ένα δηλητήριο εξουδετερώνει το άλλο" του είπε "μή φοβηθείς πρέπει να σε δαγκώσουν και τα δυο και τότε η ευχή σου θα πραγματοποιηθεί". Εκείνος άφησε το ένα να τον δαγκώσει και γρήγορα έχωσε τα δόντια του άλλου στον καρπό της πριν προλάβει να πει τίποτα την άρπαξε και την φίλησε. H τελευταία του σκέψη λίγο έλειψε να ξεχαρβαλώσει τα χοντρά καλώδια του προσομοιωτή. Εκείνη έσφιξε το λαιμό του και χίμηξε στη φλέβα να προλάβει το αντίδοτο "θα με σκότωνε ο τρελάρας" είπε όταν όλα τέλειωσαν. Πήρε το χέρι του και γέλασε με τη βαθιά χαραγμένη γραμμή της ζωής. Έκρυψε το φίδι μέσα στα καλαμπόκια που ψήλωναν μέρα με τη μέρα και κοίταξε τον σκοτεινό ήλιο "με κάθε ευχή και μια κατάρα" φύσηξε στα χέρια της την πέτρα και την έβαλε στην τσέπη. Θυμήθηκε πως τρόμαζε όταν ήταν μόνη στο σπίτι και φαντάζονταν πως κάποιος ή κάτι ήταν στο δίπλα δωμάτιο. Μετά από λίγο δεν είχε σημασία ότι εκείνη το δημιούργησε. Το μόνο που ήθελε ήταν να βγει έξω να γλιτώσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου