Σελίδες

Σάββατο 31 Ιουλίου 2010

Νο 000158

Όνειρα στεγνά από αλκοόλ και τσιγάρο
μυρίζουν χλώριο τα φιλιά της
παίρνω ανάσα και βυθίζομαι στο κρεβάτι
έχει έναν ψεύτικο ουρανό που φωσφορίζει στο νταβάνι
ασπρόμαυρες φωτογραφίες με κουκουλοφόρους που τρέχουν τοίχο τοίχο
ανάμεσα από τριαντάφυλλα κρεμασμένα επίτηδες ανάποδα να μαραθούν
φτιάχνω καφέ στο δικό της ποτήρι.
-"Στα πορνοσάϊτ κάποια Hannah σου μοιάζει"
-"Μην αφήνεσαι" λέει εκείνη και μου βάζει να ξαναδώ τον Πεταλούδα.
Λίγο πιο κάτω απ' το σπίτι ήταν οι πέντε δρόμοι
-"Όλοι τους σε βγάζουν στο ίδιο σημείο."
-"Δεν είναι δύσκολο να χαθείς εκτός αν έχεις γυρίσει όλους τους δρόμους μιας μικρής πόλης ενώ βρέχει χωρίς ομπρέλα στις 4 το πρωί"
-"Το έχω κάνει"
-"Τί σκεφτόσουν;"
-"Τίποτα"

Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

Νο 000157

Δε σταματά να κυνηγά ξένες αναμνήσεις
ακούει χρόνια τώρα μόνο Morrissey και Springsteen
η γλώσσα της έχει τη γεύση του φραπέ
σε φιλά πριν κοιμηθείς και μένεις άυπνος σε μια πολυθρόνα με το δεξί πόδι να πάει πάνω κάτω νευρικά
κοιτάζεις απ' το παράθυρο τους απέναντι που ποτέ δεν ανάβουν τα φώτα το βράδυ
έχουν την τηλεόραση μόνιμα ανοιχτή να στέλνει σήματα μορς
"40 βαθμοί και υγρασία σώστε μας πνιγόμαστε σε μια επαρχία" που με τον καιρό τ' αγνοείς
σκέφτεσαι το ιδρωμένο στήθος της πρώην μπροστά στον ανεμιστήρα
το δηλητήριο που πότισες σε μια μπριζόλα γιατί στην αυλή μια αλεπού κάθε βράδυ παλεύει να φάει τις κότες κι ο σκύλος των δίπλα γαβγίζει ασταμάτητα
σκέφτεσαι τα τελευταία της βήματα
πηδά τον φράχτη και μόλις που προλαβαίνει να φτάσει στη φωλιά της
σκέφτεσαι τα ιδρωμένα μπούτια της πρώην σφιχτά σταυρωμένα μπροστά σ' ένα καφάσι παγωμένες μπύρες
και το πτώμα της θείας ετών 85 που πέθανε σήμερα και μπήκε στο ψυγείο για την αυριανή κηδεία
σκέφτεσαι πως όποιο πρόσωπο αγάπησες έχεις ονειρευτεί πότε να το σώζεις και πότε να πεθαίνει
"αντίο μου την έπεσε άσχημα κάποιος άλλος" σου λέει εκείνη κι εσύ παγιδεύεσαι να την αγαπάς για πάντα
και καμιά νύχτα από λευκό κρασί και Smiths δεν θα 'ναι αρκετή πια
ήσουν ένα πρεζάκι τεχνητής θλίψης μα τώρα είδες τη διαφορά...

Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Νο 000156

Όταν σηκώθηκε ο ήλιος δεν έλαμπε
ήταν μια τρύπα σκοτεινή στον φωτεινό ουρανό.
Κάθε τι γύρω του εξέπεμπε φως ακόμα κι ο ίδιος
έπιασε μια πέτρα κι άρχισε να τη στριφογυρνά
η επιφάνειά της ήταν πολύχρωμη σαν κύβος του Rubik που έπρεπε να λυθεί
πήρε μια δεύτερη πέτρα και χτύπησε την πρώτη
μικρές μαύρες τελείες αναπήδησαν κι έσβησαν πάνω στα δάχτυλά του
έκλεισε με δύναμη τα μάτια του και γρήγορα τα ξανάνοιξε μη αντέχοντας το δυνατό φως
εκείνη στέκονταν δίπλα του και τα χέρια της ήταν ανοιχτά και στο καθένα μια καρδιά γουρουνιού που έσταζε φρέσκο αίμα.
"Κοίτα πως είναι τώρα ευτυχισμένα" είπε δείχνοντας πίσω της.
Εκείνα πεσμένα ανάσκελα ανέπνεαν βαριά και στη θέση της καρδιάς είχαν μια πυραμίδα
στις δυο κορυφές πορσελάνινα φλιτζανάκια του καφέ ισορροπούσαν κι έδειχναν το δρόμο που οδηγεί σε μια μυστική πύλη που όποιος την πέρασε παγιδεύτηκε σε μια φωτογραφία ενός ποταμού που διέσχιζε μια πόλη που οι άνθρωποί της μιλούσαν ανάποδα και το ποτάμι της κυλούσε από τη θάλασσα προς το βουνό η κορυφή του βουνού με την έλλειψη οξυγόνου ήταν το ιδανικό μέρος για έναν προσομοιωτή αγάπης εκείνος στάθηκε μπροστά στο θαυμαστό έργο με το στόμα στεγνό και το ποτάμι χύθηκε μέσα του τα μάτια του άνοιξαν τόσο που το φως τα κατέστρεψε τα χέρια του βυθίστηκαν στο σκληρό χώμα ανοίγοντας κρατήρα προσπάθησε να δει μέσα στο σκοτάδι όπως έκανε παλιά πριν κοιμηθεί κι εκείνη ξανάρθε δίπλα του στα χέρια της κρατούσε μια ευχή ένα φίδι με δυο κεφάλια "το ένα δηλητήριο εξουδετερώνει το άλλο" του είπε "μή φοβηθείς πρέπει να σε δαγκώσουν και τα δυο και τότε η ευχή σου θα πραγματοποιηθεί". Εκείνος άφησε το ένα να τον δαγκώσει και γρήγορα έχωσε τα δόντια του άλλου στον καρπό της πριν προλάβει να πει τίποτα την άρπαξε και την φίλησε. H τελευταία του σκέψη λίγο έλειψε να ξεχαρβαλώσει τα χοντρά καλώδια του προσομοιωτή. Εκείνη έσφιξε το λαιμό του και χίμηξε στη φλέβα να προλάβει το αντίδοτο "θα με σκότωνε ο τρελάρας" είπε όταν όλα τέλειωσαν. Πήρε το χέρι του και γέλασε με τη βαθιά χαραγμένη γραμμή της ζωής. Έκρυψε το φίδι μέσα στα καλαμπόκια που ψήλωναν μέρα με τη μέρα και κοίταξε τον σκοτεινό ήλιο "με κάθε ευχή και μια κατάρα" φύσηξε στα χέρια της την πέτρα και την έβαλε στην τσέπη. Θυμήθηκε πως τρόμαζε όταν ήταν μόνη στο σπίτι και φαντάζονταν πως κάποιος ή κάτι ήταν στο δίπλα δωμάτιο. Μετά από λίγο δεν είχε σημασία ότι εκείνη το δημιούργησε. Το μόνο που ήθελε ήταν να βγει έξω να γλιτώσει.

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010

Νο 000155

Ξάπλωσε μπρούμυτα στο χορτάρι κι αυτό αμέσως χώθηκε στ' αριστερό του αυτί
το δεξί του μάτι έφτανε να δει τα σύννεφα που έσκαγαν με δύναμη πάνω στον ορίζοντα
μικροσκοπικά ρινίσματα σιδήρου συγκρούονταν στον αέρα εκεί και τη νύχτα νόμιζες πως ένας δεύτερος ουρανός είχε κατέβει χαμηλά
μέσα στ' αυτί του το χορτάρι μεγάλωνε
άκουγε τον ήχο που έκανε ανά 23 λεπτά ακριβώς
άκουγε τη χαρά του όταν τα πρωινά το πρώτο φως έφτανε απ' το δεξί του μάτι μέσα στ' αριστερό του αυτί φωτίζοντάς το
άκουγε τον ενθουσιασμό του τις νύχτες όταν μέσα απ' το τηλεσκόπιο του δεξιού του ματιού έβλεπε τους κρατήρες της σελήνης.
Μεγάλωνε όλο και περισσότερο
το ένιωθε μέσα του
κι από όλα τα πράγματα που σέρνονταν μέσα του πια
αυτό αγαπούσε...

Νο 000154

Το μεσημέρι οι δρόμοι γεμίζουν φίδια που πέταξαν οι οικολόγοι
κάτω απ' τον πλάτανο ένα ποτήρι τσίπουρο και μια φέτα καρπούζι
είναι θέμα χρόνου να βρω ό,τι έκρυψες μέσα στα καλαμπόκια που ψηλώνουν μέρα με τη μέρα
προς το παρόν σ' αρέσει τα νέα σου και τα νέα μου ν' αρχίζουν μ' ένα "θυμάσαι τότε..."

Στον ήλιο τα μανταλάκια έχασαν το χρώμα τους
κρεμάς ποιήματα μαζεύεις αποσιωπητικά.

Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

Νο 000153

Όλα θολά
φίλοι που λένε "βγες" κάνουν διάγνωση "κατάθλιψη" και κοιτούν πως κρατάς το ποτό και πως καπνίζεις το τσιγάρο
εσύ δε μιλάς πολύ από ευγένεια και τα πράγματα χειροτερεύουν
"είναι κλεισμένος στο υπόγειο" ακούς πίσω απ' την πλάτη
μα δεν απαντάς ούτε τώρα;
"Έχω μια γνωστή, καλή κοπέλα" πετάγεται άλλος κι εσύ δείχνεις κουρασμένος που σ' αναγκάζουν κάθε τόσο να επιστρέφεις από μακριά για ν' απαντήσεις κατάλληλα
τ' αφήνεις έτσι και τα πράγματα χειροτερεύουν.
"Είμαι μαζί της" λες δυνατά και δείχνεις την άδεια καρέκλα
δε λένε τίποτα, αλλάζουν κουβέντα
εσύ γυρνάς στον ώμο της ευτυχισμένος δε δίνεις σημασία και τα πράγματα χειροτερεύουν.

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

Νο 000152

Ανατολικά
(σίγουρα δεν είσαι εκεί)
η μνήμη μου μια αγελάδα που κολυμπάει κάπως ανήσυχα στο Αιγαίο
διώχνει τον κόσμο απ' τις ακτές γιατί η ουρά της είναι λευκού καρχαρία
"έμαθες λίγα ισπανικά μα δεν είδες και τον ωκεανό" σου θύμισα
"η ουρά μάς έμεινε" απάντησες εσύ κι ετοίμασες βαλίτσες για Σκωτία
σκέφτηκα πόσο δύσκολο θα 'ταν να κουβαλάς κι εμένα είπα "αντίο"
και την επόμενη έφαγα τα μούτρα μου κάνοντας σκέιτ
τί το θελα σε τέτοια ηλικία
ήθελα ο μαλάκας να βγάλω ρόδες στα πόδια να μοιάσω με βαλίτσα.

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

Νο 000151

Άκου τη λεύκα που καίγεται μέσα στη νύχτα
κάποιος φοβήθηκε
γιατί τα μυστικά που έκρυβε η κοιλιά τα φώναζαν με μπερδεμένα λόγια τα κλαδιά της.

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Νο 000150

Μια τεράστια καρδιά στο στενό ποτήρι της αγάπης
εσύ μ' αναλύεις χρόνια στίχο στίχο
κι έχω τα χέρια σου ξυράφια να στάζουν σκουριά να πετάνε μικρές σπίθες στο σκοτάδι να παραμονεύουν να με πετύχουν μόνο
αρπάζομαι κι εγώ από σένα κι από σένα κι από σένα λέω το σ' αγαπώ πιο εύκολα απ' τον καθένα και φεύγω.

Πότε πότε επιστρέφω
ένα Σάββατο
πέφτω πάνω στην πιο μεγάλη παρέα που διασκεδάζει
κερνάω ποτά σου λέω δώσε μου αγάπη
μη μου λες πως δε γίνεται έτσι
σε ξέρω
πάμε μια βόλτα κάτω στο ποτάμι τέτοια ώρα είναι που οι παλιές φωτογραφίες πέφτουν απ' τις γέφυρες κι οι νέοι έρωτες κουλουριάζονται στην όχθη.

-"γεια"
-"γεια σου"
-"ζήσαμε μαζί μια ολόκληρη ζωή σ' ένα μόνο δευτερόλεπτο"
-"δε σε ξέρω"

"Θα με μισήσεις" μου είπες
κι έκλεισες σ' ένα κουτί
όσα εγώ θα παλεύω μια ζωή.