Σελίδες

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008

Νο 000018

Δυο βήματα μικρά ως τ’ αδιέξοδο.
Λίγο πριν-λίγο μετά: η πόλη, τα φώτα
και μια βροχή από καμένες αεροφωτογραφίες.

Νο 000017

Ικετεύω απ’ το λευκό τάφο του ματιού.
Ταξιδεύω...
Τι θέλω και δε θέλω δεν έχει σημασία.
Μόνο για το χρόνο νοιάζομαι που λίγο-λίγο
ξεθαρρεύει κι αφήνει τη ψυχή μου.
Οι πνεύμονες μου θα ‘ναι πια μαύροι, πρησμένοι καθρέφτες,
έτσι που καταπίνω τις σκιές με λάθος τρόπο.
Όμως μπορώ να περάσω την καρδιά μου στην ακινησία
κι έπειτα να κρατήσω παγωμένη, όποια στιγμή θέλεις.

Νο 000016

Το ζάρι πέφτει στην μοκέτα.

«Να α ι σ θ ά ν ε σ α ι».

Κερδίζει η μπάνκα.

- «Απλή τύχη».
- «Απλή τύχη».

Νο 000015

«Η ανάγκη μου είναι η έπαρση των δρόμων» είπε
και πετάχτηκε στο δρόμο ιδρωμένος.
Κλότσησε δειλά το χαλίκι και κοίταξε γύρω του
«εσύ έρχεσαι φανταστική διαλύοντας πεζοδρόμια».

Με χέρια σφιχτά μέσα στις τσέπες ήταν σίγουρος για την πόλη που θα έβλεπε
ν’ απλώνεται στην άλλη πλευρά του μαύρου βουνού που η ουρά του χώριζε στα δυο
την πόλη που άφηνε πίσω του κι έφτανε ως τη θάλασσα.
Στάθηκε στην κορυφή και κοίταξε για τελευταία φορά το γυάλινο κτίριο.

Η καρδιά του χτυπούσε ακόμα
όταν τα χέρια του έφευγαν προς τη μεριά του φεγγαριού
ψηλαφίζοντας την πηχτή ευτυχία του διαστήματος.
Θυμήθηκε το φυλαχτό που έκαιγε τα χέρια της
και τ’ ανάλαφρο βάδισμα στις ράγες του τρένου.
Το πρόσωπό της πλησίαζε απειλητικά το μουντό ουρανό.

«Στο δέντρο που κόπηκε
ξανά πέρασες-ξανά πέρασες
δεν είχες πια και τόσο αλλάξει» του φώναξε σχεδόν
και πέρασε τον αγκώνα πάνω απ’ τον ώμο του.
Ο θόρυβος της βροχής ανοιγόκλεινε τον κύλινδρο των βηματισμών
μουδιάζοντας για λίγο περιττές μνήμες
κι απεγνωσμένες προσπάθειες ομιλίας...
............................................................................................................
«Έτσι κοιτάνε τους πεθαμένους;» τόλμησε να πει
κι η φλέβα του λαιμού χτύπησε δυνατά
καθώς ένιωσε τον ουρανό να κυλά μέσα του
ν’ απλώνεται σαν αβοήθητη κραυγή και να πεθαίνει.

Νο 000014

«Το κρύο διώχνει τις κακές σκέψεις» άκουσε τη φωνή πίσω από τις λεύκες.
Εκείνος που παρατηρούσε τα πάντα, νοιάστηκε για εκείνο που συμπληρωνόταν στον καθαρό ουρανό
και κάρφωσε το βλέμμα του στον ήλιο, ώσπου οι μαύρες κηλίδες ενώθηκαν.

Ήθελε τόσο να του μιλήσει που το σώμα της μεταμορφώθηκε σε χωράφι,
έφερε στο νου της το χρώμα του σταχυού, η επιφάνεια ήταν ένα αίνιγμα,
θέρισε μια λέξη και την έφερε στα δόντια.
Η ουρά της σπαρτάρησε καθώς ο γαλανός ουρανός χαμήλωσε, διέσχισε όλη την πόλη και έφτασε την επόμενη.

Νο 000013

Πριν, μια μάγισσα είχε ορμήσει να τον σώσει,
το χέρι της έκρυβε νευρικά το πρόσωπο.
Γυρίζοντας ένα βήμα κοίταξε το μισόκλειστο στόμα της μέρας,
μπορούσε να δει τα σύννεφα να στάζουν
και τις σκιές να ορμάνε στους δρόμους από τοίχο σε τοίχο.
«Σε θυμάμαι» της είπε «δεν έχεις πρόσωπο,
είσαι μια σκιά πάνω στον τοίχο».
Με μια κίνηση, τα χέρια του έπλασαν έναν λύκο κι ο λύκος όρμησε μέσα της.

Ανάσανε βαθιά και για μια στιγμή, αν έσκυβε να δει,
το στομάχι της ήταν μια κοιλάδα,
στο κέντρο της ένα σπίτι από διαμελισμένα σώματα
Μια λέξη κάπνιζε ακόμα στο τζάκι

Νο 000012

Ούτε που δίνω σημασία στις ημερομηνίες
καλοκαιράκι και στην γειτονιά κάποιος πήδηξε απ τον τρίτο.
Στο τηλέφωνο ήθελα να πω «σε σκέφτομαι».

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2008

Νο 000011

Τα μάτια τρεμόπαιξαν.
Απόγευμα με μικρά βήματα στην πόλη,
η σκιά γύρισε στο στήθος και φώναξε «θεός»
το φως χάθηκε σφυρίζοντας «red right hand»
ο δρόμος ήταν μια γυναίκα με μαύρο παλτό
στην τσέπη της κρατούσε την λέξη.
«Έχω έναν ήλιο ανάμεσα στα πόδια μου,
σε περίμενα για το καλύτερο και το χειρότερο» είπε και χωρίστηκε στα δυο.
Εκείνος που μπορούσε να δει το μέλλον κοιτάζοντας τον ουρανό και βρίσκονταν ένα βήμα απ το να ελέγχει το σύμπαν, έπεσε.
- Απλή τύχη.
- Απλή τύχη

Νο 000010

Τρεις μέρες το φως ήταν κομμένο.
Κάθε φορά που στεκόταν στο παράθυρο, εκείνη ζωγράφιζε έναν καινούργιο ήλιο,
ώσπου τα μάτια της κάηκαν.
Για να εκδικηθεί, ζωγράφισε σπίτια με μεγάλες αυλές,
στα χέρια τους, κρατούσαν τα παιδιά, τον ήλιο για φεγγάρι.

Νο 000009

Η ουλή στο μέτωπό σου, μια μικρή χαραμάδα που φοβάμαι να κοιτάξω,
σου ‘χω αφήσει μικρά κομμάτια σιδήρου
κι ένα ποτήρι νερό από τη βρύση,
πιες και τ’ αστέρια θα γίνουν φωτεινές κουκίδες σε μια ευθεία που δεν καταλαβαίνουν,
για να μπορέσεις εσύ να διαβάσεις τη λέξη.

Νο 000008

Το φως άναψε,
η σκοτεινή φιγούρα που τον κοιτούσε στο τέλος του διαδρόμου χάθηκε,
πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, φρέσκος καφές και φιγούρες από σοκολάτα,
έκοψε το κεφάλι της πριγκίπισσας και το ‘φερε στο στόμα.

Κάτω απ το τραπέζι,
το μερμήγκι προστάτευε την ακέφαλη πριγκίπισσα,
όταν σκοτείνιασε την έσυρε στη φωλιά του.

Νο 000007

Κάθε βράδυ κλεινόμαστε σπίτι,
πόρτες και παράθυρα σφραγισμένα.
Κάθε μέρα χάνονται αντικείμενα άνευ άξιας,
ο κλέφτης αφήνει σημειώματα του στιλ:
«θα σου λείψει αυτή η φωτογραφία έτσι δεν είναι;»
Φώτα κλειστά η τηλεόραση ανοιχτή.
Η σκιά του λύκου τρέχει από τοίχο σε τοίχο.
Λευκή κρυσταλλική ζάχαρη φράζει τις αρτηρίες.

Νο 000006

Η πόλη ανακαλύπτει τον καθρέφτη
εγώ, μπορώ να δω το πρόσωπό μου;

Νο 000005

Αύγουστο μήνα τα σπίτια ψηλώνουν, οι λεύκες γέρνουν αναποφάσιστες.
Αφυδατωμένη,
κάτω απ τα βαριά σκεπάσματα του λόγου,
η αμφιβολία.

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2008

Νο 000004

Ένα παιδί που λυπάται δίνει στον ορίζοντα το Μεγάλο Ρολόι.

"Δεν υπάρχει νικητής μήτε νικημένος στο λόγο των αιώνων" είπε
πατώντας πάνω σε καθρέφτες
τραπουλόχαρτα
καπέλα αφημένα στο κρεβάτι.
"Κάνε μια ευχή."

"Εμένα η φλέβα μου δε χτύπησε την πρώτη μέρα.
Μόνο η αύρα που έφτανε με σκόνη πυκνή,
μου κάλυψε τους ήχους της καρδιάς, ανοίγοντας το χώμα
κι απ’ ένστικτο κοιμάμαι στους θανάτους..."

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2008

Νο 000003














-------------------------------------------------------------------------------------------------

Ήρθε με την ανατολή, με το σάλπισμα πόλης-κράτους,
ήρθε με τ άρωμα βροχής να εξαγνίσει την μισογεννημένη μου σάρκα.
Στάθηκε για λίγο στα νερά του ποταμού που κυκλώνει το χώμα
και χάνεται βαθιά μέσα στη γη
και πέταξε πάνω απ το μαύρο βουνό που η ουρά του βυθίζονταν στην θάλασσα.


-------------------------------------------------------------------------------------------------