Σελίδες

Κυριακή 4 Αυγούστου 2024

Το μπαρ

 Αν και Σάββατο στο μπαράκι είχαν απομείνει 5 πελάτες. Η ώρα στο κινητό έγραφε 4:28. Ήταν 23 Φεβρουαρίου. Δίπλα του ένας τύπος με μαύρη φόρμα adidas και βυσσινή κοντομάνικο είχε αρπάξει δυο μπαγκέτες  και τις χτυπούσε πάνω στην ξύλινη μπάρα. Το Regulator των Clutch έπαιζε στο τέρμα. Ο Χρήστος ο ιδιοκτήτης που σήμερα ήταν  dj είχε κέφια.

Εκείνος πριν παραγγείλει άλλο ένα ποτό κοίταξε ασυναίσθητα τα ποτά των υπόλοιπων θαμώνων. Όταν μπορούσε καθόταν πάντα στη μέση του μπαρ καθώς εκεί υπήρχε μια μικρή γωνία. Το μπαρ ήταν ορθογώνιο στην κάτοψη. Ήταν σίγουρος ότι έτσι καθόταν λίγο πριν τη μέση της μεγάλης απόστασης, Παρήγγειλε ένα τζιν τόνικ. Κατάπιε βιαστικά την πρώτη γουλιά καπνίζοντας κι έβηξε διακριτικά σα να ‘θελε να διακόψει ευγενικά τη φωνή που μάτωνε μέσα του. Όσοι έπιναν «λαικά» ποτά με τον καιρό ο λαιμός τους στένευε και μάκρυνε. Η φωνή τους αργούσε όλο και περισσότερο να βγει κι έτσι μιλούσαν όλο και λιγότερο. Θυμόταν ένα συμμαθητή στο δημοτικό που είχε δοκιμάσει ένα ποτήρι βότκα που είχε βρει στο σπίτι. Δεν μίλησε για τρια χρόνια. Οι γονείς του ορκίζοταν ότι το έπαθε όταν είδε το σπίτι να παίρνει φωτιά (οι κουρτίνες δηλαδή) από ένα ξεχασμένο σίδερο. Ο δικαστής τους αθώωσε. Οι συμμαθητές κάθε μέρα τον κορόιδευαν μούτο. Οι δάσκαλοι απλά τον αγνοούσαν μέσα στην τάξη και στο προάυλιο. Τρια χρόνια μετά κάποιοι τον είδαν να μιλάει με κάτι εξωσχολικούς. Την επόμενη μέρα τα τζάμια του σχολείου ήταν όλα σπασμένα. Η κινητοποίηση ήταν άμεση. Οι δράστες συνελήφθηκαν και ομολόγησαν. Το παιδί ωστόσο έμεινε ατιμώρητο.  Οι γονείς μη αντέχοντας τη ντροπή του έριχναν λίγη βότκα κάθε μέρα στο γάλα. Το παιδί δεν ξαναμίλησε ποτέ σε κανέναν. Πέθανε στα 24 απ’ το συκώτι. Όταν τον έθαψαν για να χωρέσει στο φέρετρο του δίπλωσαν τον λαιμό και το κεφάλι ήταν λίγο πριν τη μέση. Στον οφαλό. Τέτοιες ιστορίες ήταν συνηθισμένες στην επαρχία και δεν έκαναν σε κανέναν εντύπωση. Όσοι πίναν τα λεγόμενα «special» ποτά ο λαιμός τους χόντραινε και μίκραινε. Η φωνή τους ήταν επιβλητική σταθερή και προσελκούσαν το γυναικείο φύλλο. Η πολιτική ήταν στο αίμα τους και οι περισσότεροι είχαν πιάσει πόστα εξουσίας ή ασχολούνταν με εμπόριο και επιχειρήσεις.

Ξεκλείδωσε το κινητό. Μπήκε στο instagram και ξανακοίταξε την τελευταία της φωτογραφία. «Το σύμπαν δονείται» του φώναξε ο τύπος δίπλα του με τις μπαγκέτες. «Το σύμπαν είναι σ’ οργασμό. ’Ολα είναι σε οργασμό» συμπλήρωσε και δόθηκε ολοκληρωτικά στο σόλο στου τραγουδιού σπάζοντας την μια μπαγκέτα. Εκείνη δε κοιτούσε ποτέ τον φακό. Ποτέ ως τη σημερινή φωτογραφία που ανέβασε στις 2:05. Πήγε στις παλιότερες αναρτήσεις. Σε μια ήταν δίπλα δίπλα με τον σύζυγό της στην Αλλόνησο κι εκείνη του φύλαγε το μάγουλο. Ο άντρας της είχε ένα λαιμό σαν χωνί δείγμα του ότι έπαιρνε ψυχοφάρμακα. Σε μια άλλη φωτογραφία είχε στο μπράτσο του τατουάζ τρεις τελείες σε τρίγωνο σημάδι που κάνουν όσοι πέρνουν το αλοπεριντιν. ‘Ηταν η ζωή που ονειρεύονταν κάθε κοπέλα. Μόνο το ένα της εκατό του πληθυσμού είχε την δυνατότητα να ζήσει τέτοια πολυτελή ζωή. Αυτή η επίδειξη του πλούτου της μέσω των social media τον στεναχωρούσε. Σηκώθηκε να πάει τουαλέτα. Πλένοντας τα χέρια του κοιτάχθηκε στον καθρέφτη. Ο λαιμός του ήταν σαν ακορντεόν.  Η μεσαία τάξη. Η πλειοψηφία ανήκε εκεί. Ο λόγος του δεν ήταν σταθερός και πάντα είχε την αίσθηση ότι μιλούσε περισσότερο απ’ όσο θα ‘πρεπε. ‘Οταν επέστρεψε στη θέση του άνοιξε το σημειωματάριο του κινητού κι έγραψε «Πράγματα που μ’ αρέσουν:  Λευκά ποτά, καπνός». Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τις σκέψεις του. ‘Εκλεισε το σημειωματάριο βιαστικά. Τον πλησιάσε ένας τύπος φαλακρός και σωματώδης γύρω στα 30

«Παίζει τίποτα εκτός από ποτό φίλε μου;».

«Όλο και κάτι παίζει» του απάντησε και έσκυψε να πάρει το σάκο του. 

 

Είδε τους υπόλοιπους πελάτες να ψιθυρίζουν. Να ψιθυρίζουν αυτό που έλεγε η φωνή μέσα τους να ψιθυρίζουν αυτό που έλεγε μόνο από μέσα του. Απομακρύνθηκε απ’ τον τύπο και πήγε να πληρώσει «αν υπάρχουν ψιλά...» του είπε ο Χρήστος και του έκλεισε το μάτι. Βγήκε έξω σχεδόν τρέχοντας. Μια παρέα φοιτητών περνούσε και τα γέλια τους κόπηκαν μόλις τον είδαν. Δε σκόταψε σε κάποιον ωστόσο τα βλέμματά τους τον ακολουθούσαν μέχρι που χάθηκε στα στενά. Θυμόταν πως πριν δυο μέρες τα πάντα ήταν διαφορετικά. Πριν την αφύπνηση.

Μπήκε στο αυτοκίνητο και κοίταξε τον καθρέφτη. Τα μαλλιά είχαν αρπάξει φωτιά και οι κόρες των ματιών είχαν διασταλεί. Έβαλε μπροστά. Απ’ το ραδιόφωνο ακούγονταν το I wanna be free των Manicure. Σχεδόν αμέσως ένα αυτοκίνητο πίσω του ξεπάρκαρε και τον ακολούθησε ως το σπίτι. Ανέβηκε τα σκαλιά της μονοκατοικίας και μπήκε στο σπίτι. Το σαλόνι ήταν όπως πάντα κλειστό. Κοντοστάθηκε έξω απ’ τη σηρόμενη πόρτα προσπαθώντας ν’ ακούσει κάποιον θόρυβο. Τίποτα. Κι όμως ήταν εκεί μέσα το ήξερε. Μπήκε στο καθιστικό. Η κουρτίνα ήταν ανοιχτή κι απ’ το τζάμι ένα τρένο φαινόταν ν’ απομακρύνεται. Βγήκε στην βεράντα. Ένα άσπρο βανάκι με δορυφορική κεραία στην οροφή ήταν παρκαρισμένο έξω απ’ το σπίτι. Δεν ήταν εκεί όταν πάρκαρε. Ταραγμένος μπήκε στο σπίτι περπάτησε στο χωλ και πήγε στο υπνοδωμάτιο. «Κάτι μου έριξαν στο ποτό» ψιθύρισε καθώς έπεσε με τα ρούχα για ύπνο. Όλες οι αναμνήσεις χόρευαν σε μια ευθεία που με τον καιρό έγινε καμπύλη. Και τώρα κύκλος. ‘Ολα ενώθηκαν. Μια ιστορία μέσα σε μια ιστορία μέσα σε μια άλλη ιστορία μέχρι που δεν υπήρχε τίποτα. Στέκονταν εκεί. Ξαπλωμένος. Κοιτάζοντας με τρόμο το νταβάνι. Ήταν η ώρα που δεν ήξερε ποιος ήταν και  τί ρόλο έπαιζαν οι άλλοι  Μια μύγα μπήκε στο δεξί του ρουθούνι και ανέβαινε προς τα πάνω. Φύσηξε δυνατά. Εξακολουθούσε ν’ ανεβαίνει. Του κόπηκε η ανάσα και πετάχτηκε. Σηκώθηκε και πέταξε τα κλειδιά του παλιού διαμερίσματος της Δράμας. Τα κουβαλούσε χρόνια τώρα.  8 παρά πέντε. Δεν είχε κοιμηθεί καθόλου και το σκυλί του γείτονα δεν είχε σταματήσει το γαύγισμα όλη νύχτα.

Οι καταθέσεις του εκτοξεύτηκαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου