"Αν μπορούσες να σταθείς ένα μέτρο πέρα απ' το μπαλκόνι θα έβλεπες τη θάλασσα"
Δεν απαντάς στο τηλέφωνο. Ανάβεις τσιγάρο να σκεφτείς και περνάνε 4 χρόνια. Οδηγείς την κόκκινη βέσπα και περιμένεις τον πρίγκιπα. Στ' αρχίδια σου.
Κι όμως κοκκινίζεις ακόμα: "Είσαι πολύ όμορφη απόψε".
Πετάγεσαι ως το μάρκετ να πάρεις μπύρες κι εξαφανίζεσαι. Βγαίνω να σε ψάξω. Η τυφλή βία της πόλης είναι παρελθόν ανεβαίνω στα 940 μέτρα υψόμετρο στο χωριό της μάνας μου κάθομαι ένα βράδυ και λιώνω στα τσίπουρα το μαχαίρι του γείτονα μπήγεται στο πόδι μου για έναν κάδο απορριμάτων ενώ ο γιατρός εξαφανίζεται μέσα στη νύχτα όταν μαθαίνει πως για τα σύνορα του έστηναν ενέδρα...
Μπαίνω στο καφενείο μέσα στα αίματα κι αυτοί που θα τρώγανε λάχανο το γιατρό τσουγκρίζουν "περασμένα ξεχασμένα" γλυκοκοιτάζοντας απέναντι τον ξένο που αγόρασε οικόπεδο προσήλιο. Απ' τ' ασθενοφόρο προλαβαίνω να δω έξω απ' το σπίτι μου τον κάδο να καίγεται και σένα στο πάνω παράθυρο να φτιάχνεις μολότοφ για τους κοτσονάτους γέροντες που πλησίαζαν κουνώντας τις ολόστεγνες γλώσσες τους. Ήθελα να πηδήξω απ' τ' ασθενοφόρο και να σε σώσω αλλά ο γιατρός δίπλα μου έβγαλε τη μάσκα του. Ήταν ο dj που σε γούσταρε και το μάτι του γυάλιζε. Όσο έψαχνε το βαλιτσάκι του μου εξήγησε πως έκανε τ' αγροτικό του και μουσική έπαιζε απλά για το κέφι του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου